Τετάρτη 15 Απριλίου 2020

Γιατρέ μου από τι πάσχω; 30η μέρα καραντίνας και τα μυαλά στα κάγκελα

Γιατρέ μου από τι πάσχω; 30η μέρα καραντίνας και τα μυαλά στα κάγκελα


Σε καιρούς καραντίνας υπάρχει ένα άτομο που πρέπει να σχεδιάσουμε πως θα το αντιμετωπίσουμε. Είναι απέναντι μας, μας ακολουθεί συνεχώς με τρόπο που μας προκαλεί μερικές φορές έντονη αμηχανία, μας κοιτάζει και μας ελέγχει άλλες φορές ειρωνικά, άλλες φορές με σοβαρότητα, άλλες φορές με διάθεση να γελάσει, με μοναδικό αντικείμενο,.. εμάς!
Όχι δεν είναι είναι ο αγαπημένος μας, η μάνα μας, το παιδί μας ή ο σκύλος μας. Είναι αυτό το υπέροχο, μυστήριο, και έντονα θρεμμένο.. εγώ! Έχουμε κλειστεί και οι δύο στο σπίτι χωρίς τρόπο διαφυγής κι αρχίζουν και βγαίνουν τα μέσα έξω, τα έξω μπαίνουν μέσα και γίνεται χαμός!
Τι είναι όμως συνήθως τα μέσα που κρατάμε κλειδωμένα σε ντουλαπάκια και κάνουμε πως δεν τα ξέρουμε, αυτά τα μέσα που καλύπτονται με καθημερινές ασχολίες ρουτίνας, υποχρεώσεων ή διασκέδασης και που τώρα δεν έχουμε τίποτα από τα τρία. Η ρουτίνα παίρνω αυτοκίνητο η ΜΜΜ, πάω δουλειά, γυρίζω, πάω για καφέ, ή σε μια ταβέρνα, μια βόλτα στη παραλία, ή ακόμα εκπληρώνω διάφορες σπαστικές εργασίες, μια επίσκεψη στη ΔΕΗ, στον ΟΤΕ, σε μια Τράπεζα, ή εκείνες οι ένοχες απόλαυσης τύπου κομμωτήρια, μανικιούρ, γυμναστήριο κλπ, ΟΛΑ ΕΞΑΦΑΝΙΖΟΛ.
Τι μένει? Εγώ κι εγώ και η μικρή μου πολιτεία που περικλείεται σε ένα σπίτι με ότι αυτό περιέχει. Κι εδώ αρχίζει και καταφθάνει ο λογαριασμός. Ζευγάρια που έβρισκαν τρόπο να ξεφεύγουν, παριστάνοντας στον εξωτερικό περίγυρο πως είναι καλά, ενώ στην ουσία είχαν αρχίσει να μην αντέχουν ο ένας τον άλλο, τώρα μαζί 24 ώρες το 24ωρο αντιμέτωποι με την πραγματικότητα.
Γονείς σε σύγκρουση με τα παιδιά, προβληματικές οικογένειες που ο καθένας είχε σαν λύση τη φυγή, εκτός των θυρών, όλοι μαζί να επαναπροσδιορίσουν τι στο καλό συμβαίνει μεταξύ τους ή πολύ απλά να κλειστούν ο καθένας σε ένα δωμάτιο με τη παράκληση , μην με ενοχλήσει κανείς γιατί θα έχουμε άλλα.
Άνθρωποι που οι συνήθειες τους ήταν απαραίτητα στοιχεία επιβίωσης, ακόμα κι αν αυτά έμοιαζαν γελοία και ασήμαντα, αρχίζουν κι έχουν ένα πανικό γιατί τα φουσκωμένα σώματα κινδυνεύουν να ξεφουσκώσουν, οι ανταύγειες εξαφανίζονται, τα ημιμόνιμα μανικούρ δεν βγαίνουν τα γ@μημένα, οι τρίχες αρχίζουν και μεγαλώνουν στα αλαβάστρινα σώματα.
Και η ικανοποίηση της καθημερινής ματαιοδοξίας? Στο γραφείο, στο μπαράκι, στα μπουζούκια? Που θα κουνηθεί τώρα το κορμί προκλητικά? Που θα κερνάς τα σφηνάκια στο γκομενάκι απέναντι? Που θα δείξεις το γαμάτο συνολάκι που το πλήρωσες ένα μισθό? Που θα κυκλοφορήσεις τη μπέμπα σου με τις καλογυαλισμένες ζάντες και τα καψουροτράγουδα στο τέρμα?
Και τα παιδιά ? Έρχεται η ώρα που θα πρέπει να αναλάβεις δράση, δεν μπορείς πλέον να τους δώσεις ένα χαρτζιλίκι να πάνε στα φαστφουντάδικα και να χαλαρώσεις στο τσατάρισμα στο διαδίκτυο. Δεν μπορείς να πεις άσε με τώρα είμαι ψόφιος από τη δουλειά δεν έχω όρεξη για παιχνίδια. Δεν μπορείς καν να τους πεις γρήγορα στο κρεβάτι γιατί αύριο έχει σχολείο. Είναι η μεγάλη σου ευκαιρία να έχεις όλο το χρόνο διαθέσιμο σαν γονιός. Θυμάσαι πως είναι?
Και καλά όλα αυτά, αλλά τι συμβαίνει αν αυτό κρατήσει πολύ και έρθεις μοιραία αντιμέτωπος με τα δυο κρυμμένα χαρτιά της ύπαρξής σου? Το φόβο και τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες. Τις φοβίες που είναι σκαλωμένες στο πίσω μέρος του μυαλού από τότε που κοίταζες αν υπάρχει κάτι κάτω από το κρεββάτι τη νύχτα, μέχρι το να μην πατάς τις γραμμές στο πεζοδρόμιο καθώς περπατάς… και οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες, τα όνειρα που έθαψες και τώρα αναδύονται στην εποχή της απόλυτης κατάργησης κάθε δυνατότητας στο όνειρο, και νοιώθεις πως ίσως έπρεπε να είχες προλάβει…
Γιατρέ μου φοβάμαι τους κλόουν, τις μισάνυχτες ντουλάπες, το απόλυτο σκοτάδι, τη σκηνή με τις σκούπες στη Φαντασία, τον ασπροκούνελο στην Αλίκη, τον Μενούση, τον Μπιρμπίλι και τον Μεμέτ Αγά. Επίσης με φοβίζουν τα δελτία ειδήσεων, οι κυβερνητικές ανακοινώσεις, ο κορονοϊός, οι μάσκες, τα αντισυπτικά, τα γάντια και τα πιστοποιητικά συμόρφωσης.
Από τι πάσχω γιατρέ μου?
Όλα αυτά θα μοιάζουν βέβαια παιδική χαρά, όταν θα έρθει η στιγμή που θα ψαχουλέψω στη τσέπη μου και θα δω πως είναι άδεια και η πιστωτική κενή, οι λογαριασμοί θα συγκεντρωθούν απλήρωτοι, οι διακανονισμοί με την εφορία και τη ΔΕΗ, θα ακυρωθούν, ο σπιτονοικοκυρης θα μου ζητήσει φυσικά το νοίκι, η δουλειά μου θα έχει βάλει λουκέτο, η μικρή αποθήκη τροφίμων θα έχει αδειάσει, και το φρύδι μου θα έχει χάσει το σχήμα του και τέλος το πλεον τραγικό τα μπουκαλάκια με τις ενυδατικές και αντιρυτιδικές θα έχουν αδειάσει…
Αραγε τι έχει συμβεί? Θυμάμαι στην αρχή του τέλους, κένταγα απλά με ένα φυτίλι αναμμένο δίπλα μου? Που ξεφύτρωσε ο ποντικός και το άρπαξε?
Ντίλι ντίλι ντίλι, ντίλι το καντήλι που έφεγγε και κένταγε η κόρη το μαντίλι ντίλι ντίλι ντίλι.
Πήγε και ο ποντικός και πήρε το φιτίλι μέσ’ από το καντήλι που έφεγγε και κένταγε η κόρη το μαντίλι ντίλι ντίλι ντίλι της κόρης το μαντίλι.
Πάει και η γάτα που έφαγε τον ποντικό που πήρε το φιτίλι μέσ’ από το καντήλι που έφεγγε και κένταγε η κόρη το μαντίλι ντίλι ντίλι ντίλι της κόρης το μαντίλι.
Πάει και ο σκύλος που έφαγε τη γάτα που έφαγε τον ποντικό που πήρε το φιτίλι μέσ’ από το καντήλι που έφεγγε και κένταγε η κόρη το μαντίλι ντίλι ντίλι ντίλι της κόρης το μαντίλι.
Πάει και το ξύλο που σκότωσε το σκύλο που έφαγε τη γάτα που έφαγε τον ποντικό που πήρε το φιτίλι μέσ’ από το καντήλι που έφεγγε και κένταγε η κόρη το μαντίλι ντίλι ντίλι ντίλι της κόρης το μαντίλι.
Πάει και ο φούρνος που έκαψε το ξύλο που σκότωσε το σκύλο που έφαγε τη γάτα που έφαγε τον ποντικό που πήρε το φιτίλι μέσ’ από το καντήλι που έφεγγε και κένταγε η κόρη το μαντίλι ντίλι ντίλι ντίλι.
Πάει και το ποτάμι που έσβησε το φούρνο που έκαψε το ξύλο που σκότωσε το σκύλο που έφαγε τη γάτα που έφαγε τον ποντικό που πήρε το φιτίλι μέσ’ από το καντήλι που έφεγγε και κένταγε η κόρη το μαντίλι ντίλι ντίλι ντίλι της κόρης το μαντίλι.
Πάει και το βόδι, που ήπιε το ποτάμι που έσβησε το φούρνο που έκαψε το ξύλο που σκότωσε το σκύλο που έφαγε τη γάτα που έφαγε τον ποντικό που πήρε το φιτίλι μέσ’ από το καντήλι που έφεγγε και κένταγε η κόρη το μαντίλι ντίλι ντίλι ντίλι της κόρης το μαντίλι.
Πάει κι ο χασάπης που έσφαξε το βόδι που ήπιε το ποτάμι που έσβησε το φούρνο που έκαψε το ξύλο που σκότωσε το σκύλο που έφαγε τη γάτα που έφαγε τον ποντικό που πήρε το φιτίλι μέσ’ από το καντήλι που έφεγγε και κένταγε η κόρη το μαντίλι ντίλι ντίλι ντίλι της κόρης το μαντίλι.
Συνήθης ‘Υποπτος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Διαβάστε

Η Πολιορκία της Κορίνθου, του μεγάλου Φιλέλληνα και συνθέτη Ροσσίνι – το πρώτο Live Aid στην ιστορία!

Gioachino Antonio Rossini, στο Παρίσι, 1865. Ο Τζοακίνο Ροσσίνι (Gioachino Rossini), γεννήθηκε στις 29 Φεβρουαρίου 1792 σε μια μικρή λ...