Η προέλευση του ονόματος
Κλένα-Κλένια δεν είναι με βεβαιότητα γνωστή. Μερικοί ερευνητές
πιστεύουν ότι προέρχεται από το όνομα των Κλεωνών, αρχαία πόλη
της οποίας ερείπια σώζονται ως σήμερα σε απόσταση οκτώ περίπου
χλμ. ΒΔ της Κλένιας κοντά στο Κοντόσταυλο, άλλοι ότι είναι
Σλαβικής καταγωγής και άλλοι ότι μπορεί να είναι Σλαβικό, αλλά
οφείλεται σε Αλβανική μεσολάβηση η ότι πρόκειται για το αρχαίο
όνομα των Κλεωνών, που άλλαξε για να πάρει μια έννοια στη
Σλαβική διάλεκτο. Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι στο χωρίο δεν
είχαν εγκατασταθεί Αλβανοί και ότι δεν αποκλείεται το όνομα
Κλένια να είναι παραφθορά του ονόματος των αρχαίων Κλεωνών,
δεδομένου μάλιστα ότι σλαβόθετα αγροτικά τοπωνύμια σ’ ολόκληρη
την σημερινή περιφέρεια του χωριού δεν υπάρχουν, πράγμα που
μειώνει την πιθανότητα σλαβικών εκταταστάσεων.
Η ύπαρξη οστράκων Βυζαντινής
περιόδου στη νότια πλευρά του λόφου Κάτω Αγιάννης (νεκροταφείο)
Κλένιας όπου φαίνεται ότι έχει μετατοπισθεί από το λόφο «βουνό»,
ο μικρότερος πυρήνας της πόλης της Τενέας και όπου βρέθηκαν τα
μοναδικά στον χώρο της αρχαίας πόλης «κτενωτά» όστρακα του 7ου
αιώνα μ.Χ.) καθώς και στο Πάνω Αγιάννη, δείχνει ότι στο
νοτιότερο μέρος του χώρου της αρχαίας πόλης υπήρχε ανθρώπινη
δραστηριότητα κατά την βυζαντινή περίοδο, όμως δεν μπορούμε να
καταλήξουμε σε συμπεράσματα, σχετικά με το μέγεθος του
υπάρχοντος οικισμού και, περισσότερο, αν αυτός αποτελούσε
συνέχεια της αρχαίας πόλης. Δεν αποκλείεται να μην ήταν κάν
οικισμός αλλά απλώς μερικές αγροικίες.
Το κέντρο της ζωής κατά το μεσαίωνα
βρισκόταν στον σημερινό Άγιο Νικόλαο, 1,5 χλμ. Νοτιοδυτικά της
αρχαίας Τενέας. Μπορεί να θεωρηθεί πιθανό, επομένως, ορισμένοι
από τους κατοίκους της Τενέας να παρέμειναν και στη συνέχεια να
μετακινήθηκαν λίγο δυτικότερα, στον Άγιο Νικόλαο (Πηγαδάκι) δεν
υπάρχουν όμως πηγές η αρχαιολογικά ευρήματα να πιστοποιήσουν, με
βεβαιότητα ότι η Κλένια υπήρχε ως οικισμός μεγάλο χρονικό
διάστημα πριν από τη Φραγκοκρατία. Δύο χρόνια μετά την κατάληψη
του Ακροκορίνθου, το 1212, η
Clenna
μαζί με άλλες δώδεκα κώμες,
μνημονεύεται σε επιστολή του πάπα Ιννοκέντιου Γ’. Ο μεσαιωνικός
οικισμός είχε αναπτυχθεί γύρο από το πηγάδι (Πηγαδάκι)
περισσότερο προς το βορά και λιγότερο προς το νότο. Θα
μπορούσαμε να υπολογίσουμε το μήκος του οικισμού βάσει ευρημάτων
που έχουν βρεθεί στην περιοχή, από βορά προς νότο τουλάχιστον
400 μέτρα και από ανατολή (μικρό ρέμα, δυτικά του τελευταίου
σπιτιού του σημερινού χωριού) προς δυσμάς τουλάχιστον 300 μέτρα.
Στο ερώτημα ποίος από τους δύο
μεσαιωνικούς οικισμούς της Κλένιας εκείνος της αρχαίας Τενέας η
εκείνος του Αγίου Νικολάου (Πηγαδάκι) αποτελούσε τον κύριο
οικισμό, οπότε πρέπει να ταυτιστεί με την
Clenna
του Ιννοκεντίου Γ’, η
απάντηση κλίνει σαφώς υπέρ του δεύτερου (Άγιος Νικόλαος
Πηγαδάκι), γιατί τα ανθρώπινα κατάλοιπα είναι πολύ περισσότερα
και κάλυπτε πολύ μεγαλύτερη έκταση απ’ ο,τι ο πρώτος. Προφανώς η
ομαλότητα του εδάφους και η ύπαρξη του νερού συνέβαλαν στην ακμή
του σημαντικού αυτού Βυζαντινού οικισμού.
Βρισκόμαστε στην εποχή ταραχών και
πολέμων ανάμεσα στους Φράγκους και τους Έλληνες του δεσποτάτου
του Μυστρά και λίγες δεκαετίες αργότερα σε εποχή λεηλασιών από
της τουρκικές επιδρομές.
Βρισκόμαστε στη Β’ ενετοκρατία, από
βενετικές πηγές γνωρίζουμε την κατάσταση που επικρατούσε στην
περιοχή. Μετά την άλωση η ανθρώπινη δραστηριότητα μεταφέρθηκε
για μια ακόμα φορά κυρίως στην ορεινή περιοχή του Αγιονορίου,
όπου ιδρύθηκε και το χωριό Στεφάνι. Τούτο συνέβαινε και στη μέση
Βυζαντινή περίοδο αλλά τουλάχιστον κατά τον 12ο
αιώνα, είδαμε ότι άκμαζαν και πεδινοί οικισμοί όπως η Κλένα ενώ
στον Άγιο Βασίλη υπήρχαν επίσης μικρές σκόρπιες Βυζαντινές
εγκαταστάσεις. Τώρα η μετακίνηση του πληθυσμού στην παραπάνω
ορεινή περιοχή έγινε σε μεγαλύτερη κλίμακα, ενώ επίσης με των
ερχομό των βενετών μπορεί να είχε αρχίσει μια μικρή αντίστροφη
κίνηση από τα βουνά προς της πεδιάδες. Γενικά οι κάτοικοι στην
περιοχή και σ’ ολόκληρη την Πελοπόννησο ήταν λίγοι και οι
βενετοί αναγκάστηκαν να λάβουν εποικιστικά μέτρα. Αποτέλεσμα
τούτων ήταν η εγκατάσταση πολλών δεκάδων οικογενειών από τα
Χανιά της Κρήτης στην σημερινή Κάτω Κλένια (πιθανός Πλάκα), κάτω
από την πηγή σε κτήματα τούρκων τσιφλικάδων. Φαίνεται πως οι
έποικοι αυτοί απεσύρθησαν όταν ξαναήρθαν οι
τούρκοι οι οποίοι με την εκστρατεία
του 1715 για την επανάκτηση του Μορέως, καταπόνησαν ιδιαίτερα
την περιοχή.
Με την επανεμφάνιση των τούρκων, τα
κτήματα επανέρχονται στα χέρια τους και η ιδιοκτησία τούρκων
φεουδαρχών σε εύφορα εδάφη του χωριού δείχνει και πάλι ότι δεν
έμενε στους Έλληνες παρά μόνο η μετακίνηση σε ψηλότερους άγονους
τόπους. Ένας από αυτούς ήταν και η πάνω Κλένια. Η Πάνω Κλένια
δεν πρέπει να προέρχεται από των οικισμό του πάνω και κάτω
Αγιάννη (Τενέας) γιατί ο τελευταίος είναι πολύ μικρός, ώστε να
ταυτιστεί με την σημαντική
Clenna
του Ιννοκεντίου Γ’. Το
πιθανότερο λοιπών είναι η τουρκοκρατούμενη Κλένια να προέρχεται
από τον μεσαιωνικό οικισμό του Αγίου Νικολάου και όχι από τον
πολύ μικρότερο του Αγιάννη, μολονότι είναι πιο κοντά στην Πάνω
Κλένια. Επομένως πρέπει το όνομα Κλένα να υπήρχε στο Πηγαδάκι,
να μεταφέρθηκε στην συνέχεια στην Πάνω Κλένια και ύστερα στην
Κάτω Κλένια.
Η πάνω Κλένια χτίστηκε σε επικλινές
και ανώμαλο έδαφος της ανατολικής πλαγίας της Νυφίτσας . Το
χωριό τώρα ενάμιση περίπου χλμ. Από την μεσαιωνική
Clenna
(Πηγαδάκι), βρισκόταν πιο
κοντά προς την είσοδο της Κλεισούρας του Αγιονορίου, απ’ όπου
περνούσε η γνωστή Κοντοπορεία, όμως η κατωφέρεια του εδάφους και
το ύψος του χωριού αποθάρρυνε τους Τούρκους ιππείς να το
πλησιάσουν.
Το φάρδος των δρόμων εκεί όπου
υπήρχε χώρος έφτανε τα 3 μέτρα. Λόγω της μεγάλης κλίσης του
εδάφους σε πολλά σημεία υπήρχαν αναλημματικοί τοίχοι. Δύσκολα θα
αναζητήσει κανείς σήμερα στα ερειπωμένα σπίτια του χωριού κάποιο
αρχιτεκτονικό μέλος που να φανερώνει στοιχειώδεις καλλιτεχνικές
τάσεις έστω κάποιες ανέσεις. Το μέγεθος και ο τρόπος κατασκευής
τους (ελάχιστες είναι οι λαξευμένες πέτρες), όπως στους
περισσότερους οικισμούς της εποχής απόβλεπε μόνο στην απλή
επιβίωση.
Η ύδρευση του οικισμού πρέπει να
γινόταν από την κοντινή πηγή της Αλεξάνδρας λίγο νοτιότερα, και
συμπληρωματικά από την πηγή της Πλάκας, όπου συνήθως οι γυναίκες
έπλεναν τα ρούχα, δεδομένου ότι η πρώτη πηγή δεν είχε αρκετό
νερό.
Οι κάτοικοι εκκλησιάζονταν στην
εκκλησία της Μουσκουφίτσας. (Ζωοδόχος Πηγή) χτισμένη προφανώς το
1800 που σώζεται ως και σήμερα.
Κατά την επανάσταση του 1821, η
Κλένια κατέστη θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων, δεδομένου ότι
βρισκόταν κοντά στην είσοδο της κλεισούρας του Αγιονορίου. Έτσι
όταν μετά την καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια και στο
Αγιονόρι, τα υπολείμματα του στρατού του στην Κόρινθο ζητούσαν
απεγνωσμένα διέξοδο, προς όλες της κατευθύνσεις, μεγάλος αριθμός
τούρκικου στρατού υπό τον ικανό Ντελή Αχμέτ, προσπάθησε να
καταλάβει την Κλένια, με σκοπό να εξασφαλίσει τη δίοδο προς
Ναύπλιο αλλά και να προμηθευτεί τροφές. Οι Τούρκοι κατόρθωσαν να
νικήσουν του Έλληνες και να καταλάβουν το χωριό, απωθώντας τη
φρουρά στο κάστρο του Αγιονορίου αλλά μόνο για λίγο. Στην
κρίσιμη στιγμή έφθασε προς βοήθεια των καταδιωκόμενων Ελλήνων η
πολυαριθμότερη φρουρά του Αγίου Βασιλείου που φύλαγε το άλλο
στενό τον Άγιο Σώστη η οποία κατόρθωσε να καταλάβει την
Μουσκουφίτσα καθώς και το ταμπούρι στην κορφή του χωριού. και να
απωθήσουν όλοι μαζί τους τούρκους από το χωριό, οι οποίοι είχαν
σημαντικές απώλειες. Η μάχη αυτή είχε ένα ιδιαίτερο
χαρακτηριστικό· έγινε μέσα στο χωριό, την Πάνω Κλένια, έτσι οι
τοπογραφικές λεπτομέρειες που δίνονται είναι πολύτιμες και για
τον εγκαταλελειμμένο σήμερα οικισμό. Η μάχη της Κλένιας συνέβαλε
μαζί με άλλες Βασιλικών, Περαχώρας κ.λ.π στην περαιτέρω
εξασθένηση των υπολειμμάτων του στρατού του Δράμαλη, στο θάνατό
του και στη διάλυση της στρατιάς
Με την ίδρυση του ελληνικού κράτους
τα πράγματα αλλάζουν. Το 1834 ιδρύονται οι δήμοι, και η Κλένια
μαζί με τα χωριά Χιλιομόδι, Αγιονόρι και άλλα μικρότερα,
υπάγεται στο δήμο Αγιονορίου, με 683 κατοίκους. Δεύτερος δήμος
στην περιοχή ήταν εκείνος των Κλεωνών, με έδρα των Άγιο Βασίλειο
και περιλάμβανε τα χωρία Στεφάνι, Κοντόσταυλο και Μπουσμπάρδι με
553 κατοίκους.
Το 1840 οι δύο δήμοι συγχωνεύθηκαν
σε ένα, «Κλεωνών», με έδρα το Χιλιομόδι.
Το 1843 ο πληθυσμός της Κλένιας
μοιραζόταν σχεδόν ισόποσα στους δύο οικισμούς, η Πάνω Κλένια
είχε 123 και η Κάτω Κλένια 130 κατοίκους.
Ο σύγχρονος οικισμός είχε επιλεγεί
νωρίτερα για διαμονή των Κρητών προσφύγων από τους Βενετούς. Αν
δεχτούμε ότι η μεσαιωνική Κλένα, στο Πηγαδάκι προέρχεται από την
αρχαία Τενέα τότε συμπληρώνεται ένας ακριβώς κύκλος: Αγιάννης
-
Πηγαδάκι -
Πάνω Κλένια -
Κάτω Κλένια. Τον κύκλο αυτό σε περιορισμένα τοπικά πλαίσια
μπορούμε να τον ονομάσουμε μικρό, ενώ τον άλλο κύκλο που
υποτίθεται ότι τον έκαναν κάτοικοι της Τενέας που κατέφυγαν στο
Αγιονόρι μετά τον 7ο αιώνα (κάτι που είναι πιθανό)
και επέστρεψαν απόγονοι τους στο Χιλιομόδι μετά την
απελευθέρωση, μπορούμε να των ονομάσουμε μεγάλο.
Στην Κάτω Κλένια ο πρώτος ναός που
χτίστηκε μέσα στο χωριό ήταν εκείνος της Παναγίας που
γκρεμίσθηκε τελευταία, για να χτιστεί η σημερινή μεγάλη
εκκλησία. Η κατασκευή του ναού του Αγίου Γεωργίου σύμφωνα με
επιγραφή χτίσθηκε το 1868, και αποτελούσε τον κεντρικό ναό ως τα
πρόσφατα χρόνια. Ο ναός της Παναγίας ήταν σχετικά μικρός χωρίς
τοιχογραφίες. Ο χώρος έξω χρησιμοποιείτο ως νεκροταφείο, πράγμα
που δείχνει ότι την εποχή που χτίσθηκε ο ναός πρέπει ουσιαστικά
να βρισκόταν έξω από το χωριό. Η ανέγερση του Κάτω Αγιάννη πριν
από περίπου 80 χρόνια όπου μεταφέρθηκε το νεκροταφείο δείχνει
έμμεσα ότι τότε το χωριό είχε κατέβει πολύ προς τα κάτω και το
νεκροταφείο της Παναγίας βρισκόταν πια μέσα στον οικισμό.
Η ύπαρξη των δύο οικισμών επιβάλλει
τώρα την χρήση πληθυντικού (Κλένιες), που παραμένει ως και
σήμερα μολονότι ο άνω οικισμός έχει ερημωθεί.
Οι κάτοικοι της Πάνω Κλένιας
αραιώνουν κατά πολύ, κάποιοι παραμένουν πεισματικά για δεκαετίες
στον τόπο τους. Οι τελευταίοι ελάχιστοι εναπομείναντες θα την
εγκαταλείψουν για τον χαμηλότερο οικισμό μετά τα μέσα του 20ου
αιώνα, ο οποίος στο εξής θα ονομάζεται απλώς Κλένια.