του Γιώργου Ρακκά
Αρκεί κανείς να συγκρίνει την κουλτούρα της “παλαιάς” αστικής τάξης της χώρας (πηγαίνοντας για παράδειγμα στο Μουσείο Γουλανδρή στο Παγκράτι), με εκείνην των “σελέμπριτυ” στο Ντουμπάι, για να καταλάβει την έκταση της πολιτιστικής καθίζησης των ελίτ της χώρας. Από τον Εγγονόπουλο και τον Μονέ, στον Σνίκ και τους υπόλοιπους αστέρες της ελληνικής γκάνκστα-ραπ.
Τι σημαίνει, όμως, εν μέσω καθολικών κοινωνικών περιορισμών το ταξίδι στο Ντουμπάι; «Να δείξουμε ότι η πανδημία δεν μας αγγίζει & ότι ζούμε υπεράνω κάθε περιορισμού απ’ το νόμο». Το ότι τον γράφουμε στα παλιά μας τα παπούτσια, εξ άλλου, διαφεύγοντας έτσι απ’ τους καταναγκασμούς στους οποίους υποβάλλονται «οι πολλοί» είναι γι’ αυτούς ο απόλυτος δείκτης της κοινωνικής τους ισχύος.
Η επίδειξη της ασυδοσίας σημαίνει ουσιαστικά άρνηση ηγεσίας. Εξ ου και το πνεύμα της ελευθεριακότητας στο οποίο ομνύουν, που θα μπορούσε να διατυπωθεί εντελώς περιληπτικά στην πρόταση «θα ζω από τους άλλους αποκλειστικά για τον εαυτό μου». Αυτές οι ελίτ, όχι μόνο δεν επιθυμούν να δείχνουν το ‘καλό παράδειγμα’, αλλά αρέσκονται επιπλέον στο να μας το επιστρέφουν κατάμουτρα. Αν, δε, ασκούν καμιά έλξη στην υπόλοιπη κοινωνία αυτή δεν οφείλεται στην ‘ηγεσία δια του παραδείγματος’ ή στην ηγεσία δια της πυγμής (την οποία δεν διαθέτουν) αλλά στην ‘ηγεσία δια του φθόνου’ που η ίδια τους η χλιδή προκαλεί. Μέσω του φθόνου, εξ άλλου, διαχέεται και ο ‘μηδενισμός’ τους προς τα κάτω, για να καθοδηγήσει και την υπόλοιπη κοινωνία στο καθοδικό σπιράλ κατάπτωσης και παρακμής.
Κάποτε πολλά από τα στοιχεία αυτής της συμπεριφοράς, χαρακτήριζαν ορισμένες αντι-ελίτ στάσεις (όχι όλες, συλλήβδην). Τώρα, είναι οι ελίτ που φέρονται ως ‘αντι-ελίτ’…
Σελέμπριτι και ελίτ
«Οι σελέμπριτι δεν είναι ελίτ», θα μπορούσε να αντιτάξει κάποιος. Είναι ποπ, πολιτισμικοί αντι-ήρωες της μαζικής δημοκρατίας και αυτές οι στάσεις που τους αποδίδονται συνοδεύουν την ίδια τους την ύπαρξη από τότε που αναδύθηκαν στο κοινωνικό στερέωμα.
Ορθώς, ωστόσο, πολλά από τα στοιχεία που εντοπίστηκαν σε όσους δεξιώθηκαν στο «Νάμμος» του Ντουμπάι (βλέπουμε εδώ το μοντέλο της Μυκόνου να εξάγεται επιτυχώς στα κέντρα μεγάλου πλούτου της Ανατολής), ο αντισυμβατισμός, η εικονοκλαστική διάθεση, η άρνηση ηγεσίας, επιβεβαιώνονται με άλλο περιεχόμενο και πολιτιστικές αναφορές και στις σοβαρές(;) συνιστώσες των ηγέτιδων τάξεων. Ιδού ορισμένα παραδείγματα από την επικαιρότητα των τελευταίων ημερών.
Η πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου προκάλεσε πολλά σχόλια, τόσο με την εορταστική της αρθρογραφία στην Εφημερίδα των Συντακτών, όσο και με την σημειολογία που θέλησε να δείξει κατά την παρουσία της στην εορταστική δοξολογία για το νέο έτος που έλαβε χώρα στην Μητρόπολη Αθηνών. Ας ξεκινήσουμε από το περιστατικό της Μητρόπολης. Εκεί, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας εμφανίστηκε να παρεκκλίνει από την εθιμοτυπία, αρνήθηκε να ασπαστεί τον Σταυρό, όπως έκαναν οι υπόλοιποι της πολιτικής ηγεσίας που παραβρέθηκαν, ενώ βέβαια εντύπωση προκάλεσε η μη ανάκρουση του εθνικού ύμνου, κατά την προσέλευσή της στη Μητρόπολη. Μια επίσης παρέκκλιση από την εθιμοτυπία που εισηγήθηκε το επιτελείο της.
Στο άρθρο της που δημοσιεύθηκε την επομένη (02/01/2021) στην Εφημερίδα των Συντακτών, με τίτλο Δημοκρατία, κράτος δικαίου και δικαιώματα, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας ξεδίπλωσε το δικό της μανιφέστο για την αντίληψη που πρέπει να διέπει τους θεσμούς. Εντύπωση σε αυτό προκάλεσαν οι αναφορές της στην τυραννία της πλειοψηφίας, και η στηλίτευση του ‘εθνοκεντρικού προστατευτισμού’ ως υπαίτιου για την ανάδυση μιας ‘ανελεύθερης δημοκρατίας’. Φαινόμενο που γι’ αυτήν συνιστά μείζονα απειλή για το δημοκρατικό πολίτευμα, και εντοπίζεται κατά την άποψή της σε χώρες που έχουν την πιο αδύναμη δικαιοκρατική παράδοση.
Φυσικά, το άρθρο της έρχεται να ερμηνεύσει την στάση που είχε κατά την εορταστική δοξολογία της Πρωτοχρονιάς, όπου με την σημειολογία της παρουσίας της θέλησε να καταδείξει ότι δεν επιθυμεί να λειτουργήσει ως Πρόεδρος μιας «εθνοκεντρικής δημοκρατίας» (sic!).
Εδώ αρχίζουν οι μεγάλες αντιφάσεις της τοποθέτησής της: Η παραβίαση της εθιμοτυπίας που συνοδεύει τα Ανώτατα Αξιώματα, και στην οποία επιδίδεται η Πρόεδρος της Δημοκρατίας ήδη από την πρώτη στιγμή της θητείας της, δεν είναι συνήθεια των ‘εμπεδωμένων δημοκρατιών’ αλλά αντίθετα των δημαγωγικών καθεστώτων που εκείνη στηλιτεύει: Θα ήταν αδιανόητο για τον Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος αντιπροσωπεύει για την ΠτΔ πρότυπο πολιτείας στο ανώτατο αξίωμα, να βγει κατά την επέτειο της 4ης Ιουλίου ή κατά το Πρωτοχρονιάτικο διάγγελμά του, και να μην επιβεβαιώσει την προσήλωση της αμερικανικής ηγεσίας στην… πατρίδα, την θρησκεία και την οικογένεια.
Στις ‘εμπεδωμένες δημοκρατίες’ η ομολογία της ηγεσίας στις θεμελιώδεις αξίες κάθε έθνους, θεωρείται αναπόσπαστο κομμάτι του ‘κοινωνικού συμβολαίου’ μεταξύ ηγεσίας και βάσης, η ρήτρα του που συνέχει την δημοκρατία. Αυτονόητο θεωρείται επίσης, ότι τα αξιώματα δεν υπόκεινται σε ατομική χρησικτησία εκείνου που τα κατέχει, και ότι άρα δεν μπορεί να αναδιαμορφώνει κατά το δοκούν τον χαρακτήρα τους, γιατί «έτσι θέλει».
Τέτοιες συμπεριφορές χαρακτηρίζουν τον Τραμπ, τον Μπόρις Τζόνσον, και τους διάφορους δικτάτορες που η ίδια η ΠτΔ θέλησε να κατηγοριοποιήσει στο άρθρο της υπό την ρετσέτα του ‘εθνοκεντρικού προστατευτισμού’. Χαρακτηρίζουν όμως και την ίδια την Κατερίνα Σακελλαροπούλου, καθώς από την πρώτη στιγμή που αναδείχθηκε στο ανώτατο αξίωμα της ελληνικής δημοκρατίας, συγκρούεται με τους τύπους, την εθιμοτυπία και τα ιστορικά χαρακτηριστικά του θεσμού. Από τις ‘ρηξικέλευθες’ (sic!) αλλαγές στην διακόσμηση του γραφείου της, που θυμίζουν τις αντίστοιχες του Αλέξη Τσίπρα όταν αναδείχθηκε στην πρωθυπουργία, μέχρι την επιθυμία της να την αποκαλούν «Κατερίνα» και όχι Αικατερίνη.
Υπάρχει, βέβαια, και η «τυραννία της πλειοψηφίας». Η οποία είθισται να αναφέρεται στις ειδικές περιστάσεις εκείνες όπου η πλειοψηφία επιθυμεί να επιβάλει με την δύναμη των αριθμών της αποφάσεις που αφορούν αποκλειστικά στις μειοψηφίες, δίχως να λαμβάνεται υπόψη οι δικές τους θέσεις. «Τυραννία της πλειοψηφίας» στην Ελλάδα, θα υπήρχε για παράδειγμα στο φανταστικό ενδεχόμενο άρνησης του μουσουλμανικού χαρακτήρα της μειονότητας της Θράκης, επειδή η χώρα είναι ιστορικά, και κατά πλειοψηφία Χριστιανική.
Η ΠτΔ όμως χρησιμοποιεί γενικά τον όρο, λες και ο τυραννικός χαρακτήρας είναι αναπόσπαστο γνώρισμα κάθε πλειοψηφίας. Άλλο είναι, όμως, να επισημαίνεται η ‘τυραννία της πλειοψηφίας’ στις οριακές περιπτώσεις που αυτή όντως θα συμβεί, και άλλο να γίνεται επίκληση αυτών των περιπτώσεων για να σχετικοποιείται η ίδια η ισχύς της πλειοψηφίας.
Έχουμε, δηλαδή, μια Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας η οποία επιθυμεί να εμφανίζεται στις δημόσιες τοποθετήσεις της με μια εικονοκλαστική, αποδομητική διάθεση τόσο ως προς την «ελληνικότητα» του θεσμού, όσο και ως προς τον δημοκρατικό του χαρακτήρα, τον οποίον και σπεύδει να θέσει υπό την αίρεση ενός παροξυστικά ατομοκεντρικού δικαιωματισμού.
«Δικαίωμά της», θα αντιτάξει κάποιος. Όχι, όταν ηγείσαι του πιο σημαντικού, συμπεριληπτικού θεσμού του πολιτεύματος. Που δεν δυνατόν να χρησιμοποιείται ως βήμα έκφρασης μιας επί της ουσίας αποσχιστικής ιδεολογίας, για να εκβιάσει αυτή το διαζύγιο με το κοινό εθνικό αίσθημα περί ιστορίας, ταυτότητας και δημοκρατικής λειτουργίας. Γιατί τότε χωρίζεις, και δεν ενώνεις, καταλήγεις να λειτουργείς με τρόπο που προσθέτει στο χάσμα μεταξύ των θεσμών και της κοινωνίας, στρεβλώνοντας την ίδια την αντιπροσωπευτική λειτουργία του πολιτεύματος.
Η δε αποσχιστική ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης, η ελιτιστική απόρριψη του ‘αξιοθρήνητου βίου’ που υποτίθεται ότι χαρακτηρίζει τις εθνικές κοινωνίες, συνιστά την μεγαλύτερη απειλή για την σύγχρονη δημοκρατική λειτουργία. Μεταξύ όλων των άλλων, και γιατί πυροδοτεί αντανακλαστικά την ανάδυση φαινομένων τύπου Τραμπ τα οποία τόσο πολύ δείχνει να αποστρέφεται η ΠτΔ. Σφάλλει, όμως, όταν τα αποδίδει σε ανώριμες δημοκρατίες, γιατί η Αμερική ήταν μέχρι πρότινος γνωστή για την σταθερότητα του πολιτεύματός της, ενώ η Αγγλία (του μπρέξιτ) είναι το πιο παλιό έθνος-κράτος δικαίου στην Ευρώπη. Και αυτές οι χώρες εμφάνισαν τις τάσεις αυτές, όχι λόγω ‘ανωριμότητάς’ (sic!), αλλά επειδή βίωσαν επί αρκετά χρόνια την κυριαρχία ελίτ που επί της ουσίας δεν ήθελαν να έχουν καμία σχέση με τον λαό που κυβερνούσαν.
«Παιδική χαρά»
Θα πρέπει όλα να τα έχουμε υπόψη μας όλα αυτά, γιατί δεν ζούμε μόνοι σε αυτόν τον κόσμο. Ιδίως σήμερα, όταν η παγκοσμιοποίηση έχει καταρρίψει τα όρια ανάμεσα «εσωτερικής» και «εξωτερικής» ζωής, κάθε σημαντική στιγμή του εσωτερικού δημόσιου μας βίου παράγει και μια εικόνα της χώρας και της κοινωνίας προς τα έξω. Η εικόνα που δείχνουν σήμερα αξιωματούχοι και αντιπρόσωποι της Ελλάδας σε κάθε επίπεδο, είναι εκείνη μιας παιδικής χαράς ναρκισσιστικών προσωπικοτήτων που ο καθένας εν τέλει κάνει ό,τι του καπνίσει. Σαν το πιο προβεβλημένο στη δημοσιότητα μέλος της επίσημης Επιτροπής Αγγελοπούλου για το 1821, που θέλησε να γιορτάσει την έλευση της επετείου με την κάτωθι ανάρτηση:
Γι’ αυτόν ένα είναι βέβαιο: Ότι αν τα έκανε αυτά στις ΗΠΑ, ή τα μεγάλα ευρωπαϊκά έθνη που τόσο πολύ ο ίδιος θαυμάζει, θα είχε σπίτι του προ πολλού. Ακριβώς γιατί και αυτός συμβάλει ώστε να παρουσιάζεται η χώρα ως εντελώς ασόβαρη, και οπωσδήποτε δεν είμαστε για τέτοια ενόψει των τεράστιων προκλήσεων που θα αντιμετωπίσουμε την νέα χρονιά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου