του Γ. Καραμπελιά, από το Άρδην τ. 101-102, Αύγουστος-Νοέμβριος 2015
Οι
Έλληνες έχουν μια μακρά και διττή παράδοση σχέσεων με το ισλάμ. Η κύρια
πλευρά υπήρξε μια παράδοση αντιπαλότητας που εγκαινιάστηκε ήδη από τους
πρώτους απογόνους του προφήτη Μωάμεθ, οι οποίοι κατέλαβαν, σε μια
θυελλώδη επέλαση, την ελληνική, τουλάχιστον πολιτιστικά και γλωσσικά, Μ.
Ανατολή, για να θεμελιώσουν το πρώτο αραβικό κράτος με έδρα τη Δαμασκό
και να συνεχίσουν μέχρι τις απόπειρες κατάληψης της Κωνσταντινούπολης,
ενώ στη συνέχεια τη σκυτάλη θα πάρουν οι οσμανλήδες και το τουρκικό
ισλάμ, που θα επιτύχει την ειρηνική ή βίαιη ενσωμάτωση μεγάλων ελληνικών
πληθυσμών και την κατάληψη του ελληνικού ιστορικού χώρου.
» Παράλληλα, έχουν και μια μακρά παράδοση συμβίωσης, έστω και στανικής, αλλά όχι μόνο. Ιδιαίτερα από τη στιγμή και πέρα που το αραβικό ισλάμ υπετάγη στους οθωμανούς, οι Άραβες, έχοντας ξεπεράσει σε μεγάλο βαθμό αρχέγονες αντιπαλότητες, βρέθηκαν σε μια κοινή αντίθεση με τους Έλληνες απέναντι στους Τούρκους κυριάρχους τους.
Αυτή η περίπλοκη ιστορική πραγματικότητα, διαμορφωμένη μέσα από μία διαδρομή δεκατεσσάρων αιώνων αντανακλάται και στη συγκεχυμένη συνείδηση που κυριαρχεί στον ελληνικό κόσμο απέναντι στο ισλάμ. Έτσι, αντιπαλότητα πρωταρχικά, αλλά ταυτόχρονα και πάμπολλα σημεία επαφής στον τρόπο ζωής, τη διασκέδαση, την κουλτούρα.
Αν όμως με το αραβικό ισλάμ μπορούμε να διαπιστώσουμε πολλαπλές και περίπλοκες σχέσεις πολλαπλών κατευθύνσεων και σηματοδοτήσεων, δεν συμβαίνει το ίδιο στη σχέση με το τουρκικό ισλάμ, όπου το βάρος πέφτει περισσότερο στο «τουρκικό», παρά στο ισλάμ. Εδώ, από το 1071, τη μάχη του Ματζικέρτ και μέχρι σήμερα, η επέκταση του ενός (κατεξοχήν των Τούρκων) θα γίνεται εις βάρος του άλλου. Ελληνισμός και τουρκισμός αποτελούν το αρχέτυπο μιας ιστορικής αντίθεσης χωρίς ίσως προηγούμενο ως προς την ένταση και τη διάρκειά της. Η διαμόρφωση του ελληνικού κράτους αποτελεί άμεση συνάρτηση της υποχώρησης ή της ανάκαμψης του τουρκικού. Ακόμα και σήμερα, που έχει αντιστραφεί το κύμα της υποχώρησης του τουρκισμού, που κράτησε από το 1821 έως το 1922, και αυτός επεκτείνεται και πάλι, όπως συνέβη στην Κύπρο ή με τις διεκδικήσεις του στη Θράκη και το Αιγαίο, το βασικό πρόβλημα των Ελλήνων παραμένει –με νέες μορφές βέβαια– δυστυχώς ταυτόσημο με εκείνο που ενέκυψε για πρώτη φορά το 1071 στο Ματζικέρτ.
» Παράλληλα, έχουν και μια μακρά παράδοση συμβίωσης, έστω και στανικής, αλλά όχι μόνο. Ιδιαίτερα από τη στιγμή και πέρα που το αραβικό ισλάμ υπετάγη στους οθωμανούς, οι Άραβες, έχοντας ξεπεράσει σε μεγάλο βαθμό αρχέγονες αντιπαλότητες, βρέθηκαν σε μια κοινή αντίθεση με τους Έλληνες απέναντι στους Τούρκους κυριάρχους τους.
Αυτή η περίπλοκη ιστορική πραγματικότητα, διαμορφωμένη μέσα από μία διαδρομή δεκατεσσάρων αιώνων αντανακλάται και στη συγκεχυμένη συνείδηση που κυριαρχεί στον ελληνικό κόσμο απέναντι στο ισλάμ. Έτσι, αντιπαλότητα πρωταρχικά, αλλά ταυτόχρονα και πάμπολλα σημεία επαφής στον τρόπο ζωής, τη διασκέδαση, την κουλτούρα.
Αν όμως με το αραβικό ισλάμ μπορούμε να διαπιστώσουμε πολλαπλές και περίπλοκες σχέσεις πολλαπλών κατευθύνσεων και σηματοδοτήσεων, δεν συμβαίνει το ίδιο στη σχέση με το τουρκικό ισλάμ, όπου το βάρος πέφτει περισσότερο στο «τουρκικό», παρά στο ισλάμ. Εδώ, από το 1071, τη μάχη του Ματζικέρτ και μέχρι σήμερα, η επέκταση του ενός (κατεξοχήν των Τούρκων) θα γίνεται εις βάρος του άλλου. Ελληνισμός και τουρκισμός αποτελούν το αρχέτυπο μιας ιστορικής αντίθεσης χωρίς ίσως προηγούμενο ως προς την ένταση και τη διάρκειά της. Η διαμόρφωση του ελληνικού κράτους αποτελεί άμεση συνάρτηση της υποχώρησης ή της ανάκαμψης του τουρκικού. Ακόμα και σήμερα, που έχει αντιστραφεί το κύμα της υποχώρησης του τουρκισμού, που κράτησε από το 1821 έως το 1922, και αυτός επεκτείνεται και πάλι, όπως συνέβη στην Κύπρο ή με τις διεκδικήσεις του στη Θράκη και το Αιγαίο, το βασικό πρόβλημα των Ελλήνων παραμένει –με νέες μορφές βέβαια– δυστυχώς ταυτόσημο με εκείνο που ενέκυψε για πρώτη φορά το 1071 στο Ματζικέρτ.
Από την εποχή
των Νεότουρκων, γύρω στο 1910, όταν στην Τουρκία αναπτύσσεται ένας
νεόκοπος επιθετικός εθνικισμός, η αντίθεση Ελλήνων και Τούρκων παύει να
ενδύεται τη μορφή της αντίθεσης ορθόδοξων και μουσουλμάνων και
εμφανίζεται πρωταρχικώς ως εθνική, μη θρησκευτική αντίθεση, έστω και εάν
το θρησκευτικό στοιχείο συνεχίζει να λειτουργεί στο υπόστρωμα. Ακόμα
περισσότερο, κατά την περίοδο του εκκοσμικευμένου τουρκικού κράτους, που
δημιουργήθηκε από τον Κεμάλ μετά το 1923, ο τουρκισμός έπαψε να
ταυτίζεται στα μάτια των Ελλήνων με το ισλάμ και τους μουσουλμάνους. Η
Τουρκία επιθυμούσε να οικοδομήσει ένα εθνικό κράτος με υπηκόους
μουσουλμάνους, κατά το δυνατόν αποκλειστικά, εξ ου και η εξόντωση των
χριστιανικών κοινοτήτων, αλλά, ταυτόχρονα, με μια μορφή παράδοξης
μετατόπισης και ταύτισης της θρησκευτικής ταυτότητας με την εθνική,
τουρκική. Το σύγχρονο τουρκικό κράτος επιζητούσε τη μετατροπή όλων των
μουσουλμάνων σε Τούρκους, μεταθέτοντας εκεί το κέντρο βάρους. Πόσο
μάλλον που ένα μεγάλο κομμάτι, ίσως και το 25% του μουσουλμανικού
πληθυσμού ανήκε στην σιιτική αίρεση των αλεβιτών, οι οποίοι ούτως ή
άλλως απέδιδαν πολύ μικρότερο βάρος στη μουσουλμανική ταυτότητα και
αποτέλεσαν το βασικό υπόστρωμα των κοσμικών τουρκικών κομμάτων, των
κεμαλιστών και της τουρκικής αριστεράς, στο εσωτερικό της οποίας το
ποσοστό των αλεβιτών ξεπερνούσε ακόμα και το 90%.
Η
αμφισβήτηση αυτής της επιτυχημένης στρατηγικής θα έλθει από δύο
κατευθύνσεις. Πρώτον, από τη γενικευμένη ισλαμοποίηση του δημόσιου και
του πολιτικού λόγου, σε όλον τον μουσουλμανικό κόσμο μετά τη δεκαετία
του 1970, ως συνέπεια της αντίδρασης των μουσουλμανικών κοινωνιών
απέναντι στην εισβολή των δυτικών πολιτιστικών και πολιτικών προτύπων,
καθώς και την πρόκληση του Ισραήλ, που θα εκφραστεί με τον πιο βίαιο
τρόπο στην ισλαμική επανάσταση του Ιράν. Δεύτερον, εξ αιτίας της
αποτυχίας της ενσωμάτωσης στον τουρκισμό μουσουλμανικών πληθυσμών, όπως
οι Κούρδοι. Οι τουρκικές ελίτ προσπάθησαν να απαντήσουν στην ανάδυση του
κουρδικών απελευθερωτικού φαινομένου μέσα από την επανεισαγωγή του
ισλάμ μεταξύ των Κούρδων και Τούρκων πολιτών. Έτσι, σταδιακώς, με
αφετηρία τη δικτατορία του Εβρέν το 1980, αρχίζει η μακρά ισλαμοποίηση
της Τουρκίας.
Ένας επιπλέον λόγος ήρθε να προστεθεί στις αιτίες αυτής της ισλαμοποίησης. Η εργαλειακή χρήση του ισλάμ από τις τουρκικές ελίτ, ως όχημα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, δεδομένης της γενικευμένης ισλαμοποίησης των μουσουλμανικών χωρών, κατεξοχήν των αραβικών, των βαλκανικών μειονοτήτων και των τουρκόφωνων φύλων της κεντρικής Ασίας. Το ισλάμ μπορούσε να αποτελέσει έτσι το ενοποιητικό στοιχείο εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων και κατά συνέπεια να μεταβληθεί σε ένα όχημα οικονομικής και πολιτικής διείσδυσης του ισχυρότατου οικονομικά και στρατιωτικά τουρκικού κράτους.
Ένας επιπλέον λόγος ήρθε να προστεθεί στις αιτίες αυτής της ισλαμοποίησης. Η εργαλειακή χρήση του ισλάμ από τις τουρκικές ελίτ, ως όχημα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, δεδομένης της γενικευμένης ισλαμοποίησης των μουσουλμανικών χωρών, κατεξοχήν των αραβικών, των βαλκανικών μειονοτήτων και των τουρκόφωνων φύλων της κεντρικής Ασίας. Το ισλάμ μπορούσε να αποτελέσει έτσι το ενοποιητικό στοιχείο εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων και κατά συνέπεια να μεταβληθεί σε ένα όχημα οικονομικής και πολιτικής διείσδυσης του ισχυρότατου οικονομικά και στρατιωτικά τουρκικού κράτους.
Είναι
χαρακτηριστική στην περιοχή μας η εργαλειακή χρήση του ισλάμ από την
Τουρκία στις μουσουλμανικές μειονότητες της Βουλγαρίας, στους Βόσνιους,
τους Κοσοβάρους, την πομακική μεινότητα της Ελλάδας. Έτσι, η Τουρκία
αρχίζει να εμφανίζεται στην περιοχή όχι απλώς ως ο προστάτης των
τουρκόφωνων μειονοτήτων, αλλά γενικότερα όλων των μουσουλμανικών
πληθυσμών. Γι’ αυτό και, σταδιακώς, η αντιπαλότητα Ελλήνων και Τούρκων
τείνει να προσλάβει εκ νέου έναν πολιτισμικό θρησκευτικό χαρακτήρα που
έτεινε να απολέσει τα προηγούμενα χρόνια.
Ωστόσο, αυτή η ενίσχυση της ισλαμικής ταυτότητας είχε ισχυρά διχαστικά χαρακτηριστικά, μια και δεν αφορούσε το σύνολο του μουσουλμανικού κόσμου έναντι του χριστιανισμού και της Δύσης, αλλά κατεξοχήν το πλειοψηφικό σουνιτικό ισλάμ, σε αντίθεση με τους Σιίτες. Ο διχασμός ανάμεσα στους σουνίτες και τους σιίτες είναι πολύ βαθύτερος από τις ανάλογες αντιθέσεις στο εσωτερικό των χριστιανικών δογμάτων. Ορθοδοξία, καθολικισμός και προτεσταντισμός προέρχονται από μια κοινή ρίζα και είχαν μια κοινή διαδρομή πολλών αιώνων, προτού αρχίσουν να παρεκκλίνουν και να συγκρούονται, ενώ στο ισλάμ η σύγκρουση σουνιτών – σιιτών εγκαινιάζεται ήδη από τους διαδόχους του Προφήτη, ανάμεσα στον Αμπού Μπακρ και τον γαμπρό και κληρονόμο του Προφήτη, Αλή, και τον γιο του Χουσεΐν που θα εγκαινιάσουν την μακρά παράδοση μαρτυρίου του σιιτισμού. Δεδομένου λοιπόν ότι ο νεώτερος σουνιτικός ισλαμισμός εμφανίζεται με έντονα τα χαρακτηριστικά της μισαλλοδοξίας του σαουδαραβικού ουαχαμπιτισμού, ο οποίος χαρακτήρισε και την Αλ Κάιντα, αλλά και τον ορθόδοξο ισλαμισμό του Φετουλάχ Γκιουλέν στην Τουρκία, απέκλειε εκ προοιμίου κάθε συνάφεια με τους αιρετικούς σιίτες. Στον βαθμό όμως που οι σιίτες αποτελούν περίπου το 30% του πληθυσμού στην περιοχή από το Ιράν έως τον αραβικό κόλπο και τη Μεσόγειο, είναι προφανές πως ο ισλαμισμός, αντί να έχει καθολικά χαρακτηριστικά, έτεινε να μεταβληθεί, τουλάχιστον στην περιοχή της Εγγύς Ανατολής, σε χωριστικό κίνημα που οδηγεί σε αυξανόμενη σύγκρουση μεταξύ σιιτών και σουνιτών.
Ωστόσο, αυτή η ενίσχυση της ισλαμικής ταυτότητας είχε ισχυρά διχαστικά χαρακτηριστικά, μια και δεν αφορούσε το σύνολο του μουσουλμανικού κόσμου έναντι του χριστιανισμού και της Δύσης, αλλά κατεξοχήν το πλειοψηφικό σουνιτικό ισλάμ, σε αντίθεση με τους Σιίτες. Ο διχασμός ανάμεσα στους σουνίτες και τους σιίτες είναι πολύ βαθύτερος από τις ανάλογες αντιθέσεις στο εσωτερικό των χριστιανικών δογμάτων. Ορθοδοξία, καθολικισμός και προτεσταντισμός προέρχονται από μια κοινή ρίζα και είχαν μια κοινή διαδρομή πολλών αιώνων, προτού αρχίσουν να παρεκκλίνουν και να συγκρούονται, ενώ στο ισλάμ η σύγκρουση σουνιτών – σιιτών εγκαινιάζεται ήδη από τους διαδόχους του Προφήτη, ανάμεσα στον Αμπού Μπακρ και τον γαμπρό και κληρονόμο του Προφήτη, Αλή, και τον γιο του Χουσεΐν που θα εγκαινιάσουν την μακρά παράδοση μαρτυρίου του σιιτισμού. Δεδομένου λοιπόν ότι ο νεώτερος σουνιτικός ισλαμισμός εμφανίζεται με έντονα τα χαρακτηριστικά της μισαλλοδοξίας του σαουδαραβικού ουαχαμπιτισμού, ο οποίος χαρακτήρισε και την Αλ Κάιντα, αλλά και τον ορθόδοξο ισλαμισμό του Φετουλάχ Γκιουλέν στην Τουρκία, απέκλειε εκ προοιμίου κάθε συνάφεια με τους αιρετικούς σιίτες. Στον βαθμό όμως που οι σιίτες αποτελούν περίπου το 30% του πληθυσμού στην περιοχή από το Ιράν έως τον αραβικό κόλπο και τη Μεσόγειο, είναι προφανές πως ο ισλαμισμός, αντί να έχει καθολικά χαρακτηριστικά, έτεινε να μεταβληθεί, τουλάχιστον στην περιοχή της Εγγύς Ανατολής, σε χωριστικό κίνημα που οδηγεί σε αυξανόμενη σύγκρουση μεταξύ σιιτών και σουνιτών.
Στη Συρία, η σιιτική μειοψηφία των
αλαουιτών είχε στα χέρια της τη
διακυβέρνηση της χώρας σε συμμαχία με άλλες μειονότητες, κυρίως τους χριστιανούς και εν τέλει τους Κούρδους. Στο Ιράκ, η σιιτική πλειοψηφία βρισκόταν κάτω από την ηγεμονία μιας σουνιτικής μειοψηφικής κυβέρνησης υπό τον Σαντάμ Χουσεΐν. Τέλος, στον Λίβανο, η ισχυρή σιιτική κοινότητα, 35% του πληθυσμού, κατόρθωσε να διεισδύσει στο πολιτικό σύστημα και να επιβάλει μια ισορροπία ανάμεσα στις κοινότητες. Και στις τρεις αυτές χώρες, η ισορροπία μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με μια μορφή λαϊκού κράτους, δεδομένου ότι μια θρησκευτική μειοψηφία κυριαρχούσε απέναντι στην πλειοψηφία και επομένως είχε συμφέρον η πολιτειότητα να στηρίζεται στην εθνική ταυτότητα και όχι στη θρησκευτική.
Η διάλυση αυτών των χωρών εξαιτίας της ξένης επέμβασης οδήγησε στην έκρηξη των θρησκευτικών ταυτοτήτων ως οιονεί υποκαταστάτων της εθνικής ταυτότητας και παρόξυνε μία σύγκρουση βασισμένη στα ισλαμικά δόγματα μεταξύ τους και όχι πλέον σε μια ενιαία ισλαμική ταυτότητα έναντι της Δύσης.
διακυβέρνηση της χώρας σε συμμαχία με άλλες μειονότητες, κυρίως τους χριστιανούς και εν τέλει τους Κούρδους. Στο Ιράκ, η σιιτική πλειοψηφία βρισκόταν κάτω από την ηγεμονία μιας σουνιτικής μειοψηφικής κυβέρνησης υπό τον Σαντάμ Χουσεΐν. Τέλος, στον Λίβανο, η ισχυρή σιιτική κοινότητα, 35% του πληθυσμού, κατόρθωσε να διεισδύσει στο πολιτικό σύστημα και να επιβάλει μια ισορροπία ανάμεσα στις κοινότητες. Και στις τρεις αυτές χώρες, η ισορροπία μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με μια μορφή λαϊκού κράτους, δεδομένου ότι μια θρησκευτική μειοψηφία κυριαρχούσε απέναντι στην πλειοψηφία και επομένως είχε συμφέρον η πολιτειότητα να στηρίζεται στην εθνική ταυτότητα και όχι στη θρησκευτική.
Η διάλυση αυτών των χωρών εξαιτίας της ξένης επέμβασης οδήγησε στην έκρηξη των θρησκευτικών ταυτοτήτων ως οιονεί υποκαταστάτων της εθνικής ταυτότητας και παρόξυνε μία σύγκρουση βασισμένη στα ισλαμικά δόγματα μεταξύ τους και όχι πλέον σε μια ενιαία ισλαμική ταυτότητα έναντι της Δύσης.
Αυτή η εξέλιξη οδηγεί σε παράδοξα
αποτελέσματα. Το σιιτικό Ιράν, ένα κατεξοχήν ισλαμικό κράτος,
μετασχηματίζεται άθελά του σε ένα κράτος όπου αποδυναμώνεται ο
θρησκευτικός χαρακτήρας και ο σιιτισμός ενδύεται οιονεί εθνικά
χαρακτηριστικά. Ο σιιτισμός μεταβάλλεται σε εθνική ιδεολογία του Ιράν.
Πολύ πιο υποδόριες και εκρηκτικές είναι οι συνέπειες της σουνιτικής
ισλαμοποίησης στην Τουρκία. Αυτή, απέτυχε να ενσωματώσει του Κούρδους
και, προφανώς, έχει αποξενώσει τους αλεβίτες, με συνέπεια την αυξανόμενη
εκκοσμίκευση των αλεβιτών σε αντίθεση με τον κρατικό ισλαμισμό του
Ερντογάν. Δηλαδή, ο ισλαμισμός, από ενοποιητική ιδεολογία σε όλη τη Μέση
Ανατολή, κινδυνεύει να μεταβληθεί, αν δεν έχει ήδη γίνει, σε
μισαλλόδοξη σουνιτική εμφυλιοπολεμική ιδεολογία, που σπρώχνει τους
σιϊτικούς πληθυσμούς προς την υπέρβαση του ισλαμισμού, δηλαδή την
ταύτιση της θρησκείας με την πολιτική. Πράγματι, για να μπορούν να
βιώσουν εν ειρήνη στις χώρες τους, θα πρέπει η κεντρική ταυτότητα αυτών
των χωρών να πάψει να ορίζεται αποκλειστικά από τη θρησκευτική
ταυτότητα. Ο ισλαμισμός, μέσα από την υπερβολή της βίας του Ισλαμικού
Κράτους, οδηγεί στο αντίθετό του, στην απαρχή της απαξίωσής του και την
κρίση του. Και εδώ θεμελιώνεται η μόνη δυνατότητα εξόδου της Μ.
Ανατολής, αλλά και της Ευρώπης, από τη θανάσιμη σπείρα αντιπαράθεσης
στην οποία έχει οδηγήσει το σουνιτικό ισλάμ.
Το ισλάμ που πριν από
τριάντα ή σαράντα χρόνια εμφανίστηκε ως επιστροφή στην αυθεντική
ταυτότητα των ισλαμικών πληθυσμών, απέναντι στη δυτική και εβραϊκή
επιθετικότητα, μεταβάλλεται σε όπλο πολέμου καταστροφής και εμφυλίου και
κατά συνέπεια ανοίγει τον δρόμο για την υπέρβασή του.
Εκεί εξάλλου θεμελιώνεται και οποιαδήποτε δυνατότητα μιας μελλοντικής ειρηνικής συμβίωσης ανάμεσα στη χριστιανική Ευρώπη και τον μουσουλμανικό κόσμο. Γιατί, όσο η κυρίαρχη ταυτότητα των μουσουλμανικών πληθυσμών παραμένει θρησκευτική και δεδομένου ότι η μουσουλμανική ταυτότητα δεν είναι ενσωματώσιμη σε άλλους πολιτισμούς, δεν μπορεί να υπάρξει άλλη διέξοδος από την γκετοποίηση στην καλύτερη περίπτωση και τη σύγκρουση στη χειρότερη. Για παράδειγμα, όσο η γαλλική ταυτότητα των αφρικανικής προέλευσης πληθυσμών της Γαλλίας είναι υποδεέστερη της μουσουλμανικής, θα έρχεται αναπόφευκτα σε σύγκρουση μαζί της και θα αδυνατεί να ενσωματωθεί σε αυτή. Το ίδιο εξάλλου συνέβαινε στο παρελθόν με τις θρησκευτικοεθνικές ταυτότητες των ευρωπαϊκών χωρών. Ο Τριακονταετής και Εκατονταετής Πόλεμος, κατεξοχήν θρησκευτικοί πόλεμοι, οδήγησαν σε εκατόμβες και αδυναμία συμβίωσης, μέχρις ότου η συνθήκη της Βεστφαλίας το 1648, θεμελίωσε για πρώτη φορά στην Ευρώπη το σύστημα των εθνικών κρατών πέρα από τις θρησκευτικές ταυτότητες. Για να πραγματοποιηθεί όμως κάτι ανάλογο στον ισλαμικό κόσμο, απαιτούνται δύο προϋποθέσεις.
Εκεί εξάλλου θεμελιώνεται και οποιαδήποτε δυνατότητα μιας μελλοντικής ειρηνικής συμβίωσης ανάμεσα στη χριστιανική Ευρώπη και τον μουσουλμανικό κόσμο. Γιατί, όσο η κυρίαρχη ταυτότητα των μουσουλμανικών πληθυσμών παραμένει θρησκευτική και δεδομένου ότι η μουσουλμανική ταυτότητα δεν είναι ενσωματώσιμη σε άλλους πολιτισμούς, δεν μπορεί να υπάρξει άλλη διέξοδος από την γκετοποίηση στην καλύτερη περίπτωση και τη σύγκρουση στη χειρότερη. Για παράδειγμα, όσο η γαλλική ταυτότητα των αφρικανικής προέλευσης πληθυσμών της Γαλλίας είναι υποδεέστερη της μουσουλμανικής, θα έρχεται αναπόφευκτα σε σύγκρουση μαζί της και θα αδυνατεί να ενσωματωθεί σε αυτή. Το ίδιο εξάλλου συνέβαινε στο παρελθόν με τις θρησκευτικοεθνικές ταυτότητες των ευρωπαϊκών χωρών. Ο Τριακονταετής και Εκατονταετής Πόλεμος, κατεξοχήν θρησκευτικοί πόλεμοι, οδήγησαν σε εκατόμβες και αδυναμία συμβίωσης, μέχρις ότου η συνθήκη της Βεστφαλίας το 1648, θεμελίωσε για πρώτη φορά στην Ευρώπη το σύστημα των εθνικών κρατών πέρα από τις θρησκευτικές ταυτότητες. Για να πραγματοποιηθεί όμως κάτι ανάλογο στον ισλαμικό κόσμο, απαιτούνται δύο προϋποθέσεις.
Πρώτον,
ότι θα πάψει η δυτική επέμβαση, με αιχμή του δόρατος το ισραηλινό
κράτος, να προκαλεί μια αμυντική ταυτοτική στροφή των μουσουλμανικών
πληθυσμών προς το ισλάμ ως κύριο στοιχείο άμυνας και ταυτότητας και
επομένως θα πρέπει να δοθεί ένα τέλος σε αυτή την ιμπεριαλιστική
πολιτική.
Δεύτερον, θα πρέπει να ανασυγκροτηθούν τα έθνη-κράτη στην
περιοχή, με επίκεντρο την ανάδειξη σε κράτος του κουρδικού έθνους,
γεγονός που θα επιτρέψει εκ νέου τη μετάθεση της πολιτειότητας των
μουσουλμάνων πολιτών, από το μυθικό χαλιφάτο του ισλαμικού κράτους, του
χαλίφη Ερντογάν ή της Σαουδικής Αραβίας, προς έθνη-κράτη των οποίων η
υπόσταση προϋποθέτει και τη συμβίωση διαφορετικών θρησκευτικών
κοινοτήτων. Όπως συνέβη στη Γερμανία, που ξεσκισμένη από τους
θρησκευτικούς πολέμους κατόρθωσε εν τέλει να ισορροπήσει, σε μία χώρα
κατά το ήμισυ σχεδόν καθολική και κατά το ήμισυ προτεσταντική ή στις
ΗΠΑ, έτσι κι εδώ, προϋπόθεση ενός ειρηνικού μέλλοντος είναι η υπέρβαση
του ισλάμ ως του καθοριστικού στοιχείου της πολιτικής ταυτότητας των
πολιτών.
Εξάλλου, και αυτό είναι αλήθεια, και πέρα από τις
παραμυθίες που διαδίδουν διάφοροι φιλάνθρωποι τύπου Σόρος, ή …. Σύριζα,
το ισλάμ όντας, αρχικώς, μια θρησκεία φυλών της ερήμου, έχει όντως
εγγενή επεκτατικά χαρακτηριστικά από τη φύση του. Δεν πρέπει να ξεχνάμε
εξάλλου ότι τέτοια επεκτατικά χαρακτηριστικά έχουν και αρκετές
αμερικανικές προτεσταντικές σέχτες ή είχε πολύ παλαιότερα και ο
καθολικισμός, που στόχευε στην εγκαθίδρυση του παγκόσμιας εγκόσμιας
βασιλείας του πάπα. Το ισλάμ, επειδή εκ γενετής συνένωνε την εγκόσμια
και τη θρησκευτική εξουσία, πολύ περισσότερο από τον χριστιανισμό που
διαχώριζε τα του Καίσαρος από τα του Θεού, είναι ταυτόχρονα και
πολιτικοστρατιωτική διαχείριση. Και ο χαλίφης ήταν πάντοτε ανώτατος
θρησκευτικός ηγέτης και πολιτικός καθοδηγητής. Οι Σαούντ στη Σαουδική
Αραβία, ο Αμπού Μπακρ αλ Μπαγντάτι, ο «χαλίφης»του Ισλαμικού Κράτους οι
Ιρανοί αγιατολάχ, ακόμα και ο Ερντογάν, αποτελούν μορφές
θρησκευτικοπολιτικής ηγεσίας σε διαφορετικές εκδοχές και διαβαθμίσεις.
Κατά συνέπεια, για την Ευρώπη, αλλά κατεξοχήν για την Ελλάδα, η διασφάλιση ειρηνικών και φιλικών σχέσεων με το ισλάμ και τους μουσουλμάνους στο εσωτερικό των κοινωνιών τους, σε μακροπρόθεσμη και σταθερή βάση προϋποθέτει την ολοκλήρωση μιας τέτοιας μετάβασης και όσο αυτή δεν έχει πραγματοποιηθεί, τα συγκρουσιακά χαρακτηριστικά θα παραμένουν κυρίαρχα.
Εξάλλου, η ιστορική συγκυρία τείνει να αντιστραφεί. Στην προηγούμενη ιστορική περίοδο, ιδιαίτερα κατά τον 19ο αιώνα και μέχρι τα μέσα του 20ου, οι σχέσεις των ισχυρών ευρωπαϊκών χωρών με τις χώρες της Αφρικής και της Μ. Ανατολής ήταν σχέσεις εποικισμού –έστω σε μικρή κλίμακα– από Ευρωπαίους εποίκους και την ύπαρξη ευρωπαϊκών κοινοτήτων ιδιαίτερα στις χώρες της Β. Αφρικής, με αποκορύφωμα τον εβραϊκό εποικισμό στην Παλαιστίνη. Οι Ευρωπαίοι έποικοι σταδιακώς εκδιώχθηκαν ή αποχώρησαν, όπως συνέβη σε μεγάλη κλίμακα με τους Γάλλους «piednoir» («μαυροπόδαρους») στην Αλγερία Και μόνον οι Εβραίοι παρέμειναν και προσπαθούν να ριζώσουν με αποικιακό τρόπο στα εδάφη της Μ. Ανατολής.
Κατά συνέπεια, για την Ευρώπη, αλλά κατεξοχήν για την Ελλάδα, η διασφάλιση ειρηνικών και φιλικών σχέσεων με το ισλάμ και τους μουσουλμάνους στο εσωτερικό των κοινωνιών τους, σε μακροπρόθεσμη και σταθερή βάση προϋποθέτει την ολοκλήρωση μιας τέτοιας μετάβασης και όσο αυτή δεν έχει πραγματοποιηθεί, τα συγκρουσιακά χαρακτηριστικά θα παραμένουν κυρίαρχα.
Εξάλλου, η ιστορική συγκυρία τείνει να αντιστραφεί. Στην προηγούμενη ιστορική περίοδο, ιδιαίτερα κατά τον 19ο αιώνα και μέχρι τα μέσα του 20ου, οι σχέσεις των ισχυρών ευρωπαϊκών χωρών με τις χώρες της Αφρικής και της Μ. Ανατολής ήταν σχέσεις εποικισμού –έστω σε μικρή κλίμακα– από Ευρωπαίους εποίκους και την ύπαρξη ευρωπαϊκών κοινοτήτων ιδιαίτερα στις χώρες της Β. Αφρικής, με αποκορύφωμα τον εβραϊκό εποικισμό στην Παλαιστίνη. Οι Ευρωπαίοι έποικοι σταδιακώς εκδιώχθηκαν ή αποχώρησαν, όπως συνέβη σε μεγάλη κλίμακα με τους Γάλλους «piednoir» («μαυροπόδαρους») στην Αλγερία Και μόνον οι Εβραίοι παρέμειναν και προσπαθούν να ριζώσουν με αποικιακό τρόπο στα εδάφη της Μ. Ανατολής.
Σήμερα βιώνουμε μια νέα φάση σε
αυτή την αέναη μετακίνηση μεταξύ των βορείων και νοτίων ακτών της
Μεσογείου. Πλέον το βέλος της μετακίνησης έχει αντίστροφη φορά.
Κατευθύνεται από τον νότο προς τον βορρά και από την Ανατολή προς τη
Δύση. Βρισκόμαστε δε σε μια ιστορική συγκυρία, κατά την οποία τα μεγέθη
αυτής της μετακίνησης τείνουν να λάβουν μεγάλες διαστάσεις και να
προκαλέσουν φαινόμενα βίαιης αντίδρασης και απόρριψης από τους
πληθυσμούς της Ευρώπης, εξ ου και η ενίσχυση των ξενοφοβικών ρευμάτων
και της άκρας δεξιάς σε όλη την Ευρώπη. Ως αποτέλεσμα η Ευρώπη, κάτω από
τις σημερινές πολιτισμικές και πληθυσμιακές πραγματικότητες, οδηγείται
στο όριο της αποδοχής μουσουλμανικών πληθυσμών. Δεν πρέπει να ξεχνάμε
πως η ενσωμάτωση των μαύρων στις ΗΠΑ διευκολύνθηκε αποφασιστικά από τη
μετοχή τους σε μια κοινή θρησκεία με τους λευκούς και εν τέλει σε έναν
κοινό πολιτισμό. Εδώ αντίθετα, όχι μόνον η θρησκευτική αντίθεση
παραμένει πολύ έντονη, αλλά συνδέεται και με την ύπαρξη μητέρων πατρίδων
των μεταναστευτικών πληθυσμών, που βρίσκονται πολύ κοντά στις χώρες της
νέας κατοικίας και επομένως κάνουν πολύ εύκολη την αναφορά σε αυτές τις
μητέρες πατρίδες, με τις οποίες συνδέονται οι μετανάστες με μια
πανίσχυρη θρησκευτικοπολιτιστική ταυτότητα. Είναι προφανές, λοιπόν, πως
εισερχόμαστε σε μία περίοδο στην Ευρώπη –η οποία και ενισχύεται από
ενέργειες όπως αυτές της ισλαμικής τρομοκρατίας στο Παρίσι–, που η ανοχή
των ευρωπαϊκών κοινωνιών απέναντι σε μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών από
τη Μ. Ανατολή, κατεξοχήν μουσουλμανικών, κινδυνεύει να οδηγηθεί στο
μηδέν.
Ανάλογες μετακινήσεις θα γίνουν και πάλι πιθανότερες μόνο από τη στιγμή και πέρα που θα έχει προχωρήσει η μεταθρησκευτική μετάβαση της ταυτότητας των μουσουλμάνων της ευρύτερης περιοχής. Και, όπως προαναφέραμε, προς αυτή την κατεύθυνση συμβάλλουν αποφασιστικά μουσουλμανικοί πληθυσμοί όπως οι Κούρδοι και οι σιίτες.
Ανάλογες μετακινήσεις θα γίνουν και πάλι πιθανότερες μόνο από τη στιγμή και πέρα που θα έχει προχωρήσει η μεταθρησκευτική μετάβαση της ταυτότητας των μουσουλμάνων της ευρύτερης περιοχής. Και, όπως προαναφέραμε, προς αυτή την κατεύθυνση συμβάλλουν αποφασιστικά μουσουλμανικοί πληθυσμοί όπως οι Κούρδοι και οι σιίτες.
Στο μεταξύ, η
μόνη απάντηση, που θα μπορούσε να είναι φορέας ειρήνης και ισορροπίας
στην περιοχή, θα ήταν εκείνη της μαζικής ενίσχυσης της οικονομίας, της
δομής, και της κρατικής συνοχής των περιοχών της Μ. Ανατολής και της Β.
Αφρικής, μ’ ένα πραγματικό Σχέδιο Μάρσαλ», που θα επέτρεπε την ανάπτυξη
των παραγωγικών δομών σε όλες αυτές τις χώρες, και επιτέλους η αφαίρεση
του αγκαθιού που πυροδοτεί τον ισλαμικό εξτρεμισμό και φασισμό και που
δεν είναι άλλος από τον σιωνιστικό επιθετισμό. Και εδώ, θα έπρεπε να
επικεντρωθεί ένα μεγάλο μέρος των προσπαθειών της διεθνούς κοινότητας.
Πώς επιτέλους οι Εβραίοι του Ισραήλ θα αρνηθούν αυτοί πρώτοι τον
αυτοκαθορισμό τους με βάση ένα αποκλειστικό θρησκευτικό στοιχείο, ο
οποίος σε μεγάλο βαθμό δηλητηρίασε όλη την περιοχή και επανενεργοποίησε
την ακραία ισλαμοποίηση των μουσουλμανικών λαών της Μ. Ανατολής! Πρώτοι
οι Εβραίοι υπήρξαν εκείνοι που, καταδιωκόμενοι από τους Γερμανούς ναζί,
επανέφεραν στην περιοχή την προτεραιότητα της θρησκευτικής ταυτότητας.
Ένα λαϊκό παλαιστινιακό κράτος Εβραίων και Αράβων θα αποτελούσε τον
μεγάλο επαναστατικό παράγοντα για την ειρήνευση όλης της περιοχής και
της Ευρώπης. Στην ίδια κατεύθυνση αποφασιστικής σημασίας θα ήταν και η
ανασύσταση των διαλυμένων κρατών της περιοχής, στο Ιράκ και τη Συρία.
Στο μεταξύ, σε ό,τι αφορά εμάς τους Έλληνες και την Ελλάδα, που τείνει να μεταβληθεί στην τελευταία τρύπα του ζουρνά, είναι προφανές πως αντιμετωπίζουμε τη μεγαλύτερη απειλή. Διότι, αποτελούμε την πρώτη γραμμή, ή μάλλον το σύνορο μεταξύ δυτικής Ευρώπης και ισλαμικής Ανατολής, με την επιπλέον επιβαρυντική διάσταση ότι αυτή η ισλαμική Ανατολή εκπροσωπείται από την Τουρκία, μια χώρα που δεν υπήρξε αποικία του δυτικού κόσμου, αλλά μια κατακτητική ιμπεριαλιστική χώρα, η οποία χρησιμοποιεί επιτήδεια ένα αντιδυτικό και αντιιμπεριαλιστικό ισλάμ ως όχημα της επεκτατικής του πολιτικής.
Στο μεταξύ, σε ό,τι αφορά εμάς τους Έλληνες και την Ελλάδα, που τείνει να μεταβληθεί στην τελευταία τρύπα του ζουρνά, είναι προφανές πως αντιμετωπίζουμε τη μεγαλύτερη απειλή. Διότι, αποτελούμε την πρώτη γραμμή, ή μάλλον το σύνορο μεταξύ δυτικής Ευρώπης και ισλαμικής Ανατολής, με την επιπλέον επιβαρυντική διάσταση ότι αυτή η ισλαμική Ανατολή εκπροσωπείται από την Τουρκία, μια χώρα που δεν υπήρξε αποικία του δυτικού κόσμου, αλλά μια κατακτητική ιμπεριαλιστική χώρα, η οποία χρησιμοποιεί επιτήδεια ένα αντιδυτικό και αντιιμπεριαλιστικό ισλάμ ως όχημα της επεκτατικής του πολιτικής.
Είναι προφανές, λοιπόν,
πως στη διάρκεια των δεκαετιών που θα διαρκέσει αυτή η μετάβαση του
ισλάμ και ίσως ένας πιθανός εκδημοκρατισμός της Τουρκίας, μέσα από την
επιβεβαίωση της κουρδικής ταυτότητας και της επίτασης της σύγκρουσης
ανάμεσα στους κοσμικούς αλεβίτες και τον σουνιτικό επεκτατισμό του
Ερντογάν, η Ελλάδα θα βρεθεί στην πιο επικίνδυνη κατάσταση και θα
απειληθεί στην ίδια της την επιβίωση. Σε δημογραφική παρακμή, σε
οικονομική κρίση, σε πολιτισμική υποβάθμιση, απειλείται άμεσα με
ιστορική έκλειψη ως αυτόνομο ιστορικό υποκείμενο. Και ως προς το ζήτημα
του ισλάμ και της Τουρκίας, δεν έχουμε την πολυτέλεια να αντιμετωπίσουμε
τα πράγματα από το γεωπολιτικό βάθος της Γαλλίας, της Γερμανίας ή ακόμα
και της Ιταλίας. Αρκεί μια μικρή μετακίνηση της ισλαμοτουρκικής
Ανατολής –και εδώ η Τουρκία μπορεί να χρησιμοποιήσει το ισλάμ στο σύνολό
του ως όργανο μιας επεκτατικής πολιτικής, εξ ου και η μεγάλη προθυμία
για την προώθηση μεταναστών προς την Ελλάδα. Και ίσως βάσιμα η Τουρκία
θεωρεί πως, υπό τις σημερινές συνθήκες, η αύξηση του μουσουλμανικού
πληθυσμού στη χώρα μας θα λειτουργήσει ως δούρειος ίππος του τουρκικού
επεκτατισμού.
Όσο λοιπόν η Τουρκία δεν έχει εκδημοκρατιστεί και το
ισλάμ δεν έχει απολιτικοποιηθεί, η Ελλάδα πρέπει ν’ ακολουθήσει μια
αμυντική πολιτική διατήρησης της εθνικής και πληθυσμιακής της συνοχής,
ενίσχυσης της δημογραφίας της και της παραγωγικής και αμυντικής της
ισχύος, για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τη μεγάλη πρόκληση του 21ου
αιώνα. Σε αυτόν τον αιώνα θα κριθεί αν θα συνεχίσει να υπάρχει ως ένα
αυτόνομο πολιτισμικά και πολιτικά και πολιτειακά υποκείμενο, ή θα
μεταβληθεί σε ένα πέρασμα μεταξύ της ισλαμικής Ανατολής και της
αμυνόμενης Δύσης σε ένα σύνορο. Και το απελπιστικό είναι πως οι
ελληνικές ελίτ, πολιτικές και πνευματικές, διακρίνονται όχι μόνο για την
παχυλή τους άγνοια, αλλά και από έναν βρυξελλόπληκτο αυτοκτονικό
ιδεασμό, που τους απαγορεύει να κατανοήσουν σε ποιες συντεταγμένες, σε
ποιο μήκος και ποιο πλάτος βρίσκεται η χώρα μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου