Του Γιώργου Καραμπελιά από την huffingtonpost.gr
Η «εντελώς καινούργια σελίδα» την οποία μπορούν να γράψουν οι Έλληνες, εάν ξεχάσουν την ιστορία τους, θα είναι μια σελίδα που δεν θα έχει πια σχέση με το ιστορικό υποκείμενο, δεν θα έχει σχέση με την Ελλάδα.
Η ιδιοπροσωπία των Ελλήνων είναι μια ιστορική ιδιοπροσωπία, δηλαδή το «βαρύ» στοιχείο το οποίο διαθέτουμε είναι ιστορικό βάθος. Η γλώσσα μας και η ιστορία μας υπάρχει εδώ και μερικές χιλιάδες χρόνια, ενώ αντίθετα πλέον είμαστε συρρικνωμένοι γεωγραφικά, συρρικνωμένοι πληθυσμιακά, θα έλεγα συρρικνωμένοι και ως προς την τρέχουσα πολιτισμική παραγωγή μας. Άρα, εκείνο το βασικό στοιχείο πάνω στο οποίο στεκόμαστε ως ταυτότητα και ιδιοπροσωπία είναι το ιστορικό βάθος. Γι’ αυτό και όλες οι τρέχουσες ιδεολογικές αντιπαραθέσεις αφορούν κατ’ εξοχήν στο ζήτημα της ιστορικής συνέχειας.
Και αν όλα τα έθνη διαθέτουν ιστορία, η αυτοσυνειδησία τους δεν είναι πάντα ιστορικού χαρακτήρα. Έτσι η αμερικανική ιδιοπροσωπία, επί παραδείγματι, είναι συνδεδεμένη προνομιακά με την έννοια του συνόρου. Το «νέο σύνορο» (The new frontier), ξεκίνησε από τις πρώτες αποικίες της Ανατολικής Αμερικής, έφτασε στις μεσοδυτικές πολιτείες, ενσωμάτωσε τις δυτικές, έφτασε και στο… Αφγανιστάν. Και καθόλου τυχαία η αμερικανική εμμονή στον αποικισμό του διαστήματος! Σε ολόκληρη τη Δύση η ιστορική συνείδηση είναι επεκτατική και στην Αμερική, που είναι δημιούργημα αποικιακό, φτάνουμε στον υπέρτατο βαθμό της επεκτατικής ιδιοπροσωπίας, δεν υπάρχει η έννοια της ρίζας. Στους Κινέζους διαπιστώνουμε το ακριβώς αντίστροφο – στρέφονται προς τα μέσα, είναι η «αυτοκρατορία του κέντρου».
Γι΄ αυτό, παρότι όλοι οι λαοί διαθέτουν ιστορία, ακριβώς γιατί κινδυνεύουμε να χάσουμε όλα τα άλλα, αγκιστρωνόμαστε στην ιστορική μας συνείδηση. Οι Έλληνες είναι ένα ιστορικό έθνος, το οποίο είχε δημιουργήσει «τα πάντα», και πια κινδυνεύει εξίσου να χάσει «τα πάντα». Εάν χάσει και αυτή την ιστορική αίσθηση, αν υποστεί ένα συλλογικό «Αλτσχάιμερ», τότε δεν μπορεί να έχει καμία τύχη.
Ιδιαίτερα σε ότι αφορά στον νεώτερο ελληνισμό σύμφωνα με τον Νικόλαο Σβορώνο, «ο αντιστασιακός χαρακτήρας… διέπει ολόκληρη τη νεοελληνική ιστορία: ο ελληνισμός ανήκει στην κατηγορία των μικρών λαών που κινούνται στην περιφέρεια του νεότερου κόσμου και που η σταδιακή ανάπτυξη της εθνικής τους συνείδησης και η συγκρότησή τους σε καινούργια έθνη συντελείται μέσα στην πάλη εναντίον υπερεθνικών αυτοκρατοριών στην αρχή, εναντίον υπερεθνικών ιμπεριαλιστικών οικονομικοκοινωνικών συγκροτημάτων, στα νεώτερα χρόνια»1. Και ο συμπατριώτης του, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, γράφει σχετικά με την τελευταία ανολοκλήρωτη ποιητική του σύνθεση τον «Φωτεινό»:
Διατρέχων την νεωτέραν Ελληνικήν Ιστορίαν από της πτώσεως της βυζαντινής αυτοκρατορίας μέχρι της εθνικής ημών αποκαταστάσεως, παρατήρησα ότι αι εποχαί άπασαι συγχωνεύονται, ότι τα διαστήματα εκλείπουσι και ότι η χρονολογία αποβαίνει περιττή. Η σελίς αυτή της Ελληνικής Ιστορίας η περιλαμβάνουσα τετρακοσίων ετών παθήματα και ελπίδες, σύγκειται έκ μιας μόνης περιόδου, βουστροφηδόν γεγραμμένης, εν ή η έννοια άρχεται από του τέλους πάσης γραμμής, αναπτύσσεται βαίνουσα από την αρχήν και από της αρχής χωρεί πάλιν προς το τέλος…2«Βουστροφηδόν» λοιπόν η ιστορία μας στρέφεται γύρω από το ίδιο ζήτημα. Τι πρόκειται όμως να συμβεί αν απολέσουμε ή υποβαθμίσουμε αυτή την ιστορική συνείδηση;
Πριν μερικά χρόνια3, βρέθηκα στον αντίποδα των τοποθετήσεων του Στέλιου Ράμφου και της Ελένης Αρβελέρ, οι οποίοι, απελπισμένοι από τη σημερινή πραγματικότητα του ελληνισμού και του κράτους μας, μας καλούν να γράψουμε μια εντελώς «καινούρια σελίδα» εγκαταλείποντας το ιστορικό μας βάθος και την ιστορική μας μνήμη. Η Αρβελέρ εναποθέτει τις ελπίδες της σε μια νεολαία που αγνοεί την ιστορία και ως εκ τούτου αποτελεί μια «λευκή σελίδα» που μπορεί να ξεκινήσει από την αρχή, ενώ ο Ράμφος μας καλεί «να κόψουμε δρόμο, προς τη Δύση», και επειδή μας εμποδίζει το ιστορικό βάθος και κατ’ εξοχήν η ορθοδοξία, θα πρέπει να ξεκόψουμε οριστικά από αυτό. Δηλαδή tabula rasa, λευκό χαρτί.
Ωστόσο διαπράττουν ένα βαρύτατο ιστορικό σφάλμα, η Ελλάδα δεν καθυστέρησε σε πολλούς τομείς της υλικής παραγωγής, και όχι μόνο, επειδή ήταν ορθόδοξη, αλλά καθυστέρησε επειδή ήταν κατεχόμενη. Εάν ξεχάσει κανείς ότι η υπεροχή της Δύσης έχει πίσω της αρκετούς αιώνες αποικιοκρατίας, τότε δεν μπορεί να συναγάγει αυθεντικά ιστορικά συμπεράσματα, διότι ο πλούτος που έχει συσσωρευθεί στη Δύση αποσπάστηκε από όλο τον υπόλοιπο πλανήτη. Αντιθέτως, τα Βαλκάνια απομυζούνταν και από τη Δύση και από την Ανατολή. Είναι θαύμα ότι έχουμε και αυτό το επίπεδο. Εμείς γνωρίσαμε αποικιοκρατία, λεηλασίες, καταστροφές μετά το 1200, σχεδόν αδιάκοπα και
επαναλαμβανόμενα, γι’ αυτό επί παραδείγματι και δεν έχουμε κτισμένο χώρο που να δείχνει την ιστορική μας συνέχεια εκτός από ελάχιστα εκκλησάκια και σπασμένα μάρμαρα… και η ιστορική εκκλησία μας η Αγία Σοφία κινδυνεύει να ξαναγίνει τζαμί.
Και δεν μπορούμε να κάνουμε κανέναν παραλληλισμό με το «λευκό χαρτί» του Μάο τσε-τουνγκ. Όταν ο Μάο υποστήριζε πως ο κινέζικος λαός είναι ένα λευκό χαρτί, «πάνω στο οποίο μπορούσες να γράψεις την πιο ωραία καλλιγραφία», αναφερόταν στο γεγονός πως η Κίνα δεν είχε γνωρίσει τον καπιταλισμό· στην πραγματικότητα εξάλλου και ο ίδιος «έγραψε» πάνω στη μεγάλη παράδοση του Λάο Τσε, σε όλη τη μεγάλη πολιτισμική παράδοση του κινέζικου πολιτισμού. Δεν υπάρχει καμία δυνατότητα σύγκρισης. Οι Κινέζοι είναι ο μεγαλύτερος λαός του πλανήτη, αριθμούν μόνο στην ηπειρωτική Κίνα 1,35 δισ. ανθρώπους, και μόλις πρόσφατα έχουν αρχίσει να ανακόπτουν τον ρυθμό της αύξησης τους (παρά τα δρακόντεια μέτρα του κράτους ακόμα και στην δεκαετία του 2010 αυξάνονται κατά 7,5 εκατ. ετησίως) – όταν ο Μάο μιλούσε για το «λευκό χαρτί» του, οι Κινέζες έφερναν στον κόσμο (μέχρι και το 1970) έξη παιδιά κατά μέσο όρο4. Κατά συνέπεια η Κίνα διέθετε και τα μεγέθη και τον νεανικό πληθυσμό (με μέσο όρο ηλικίας κάτω από 25 χρόνια) που επέτρεψαν στον Μάο να εξαπολύσει την «Πολιτιστική Επανάσταση» των νεώτερων γενεών ενάντια στις κυρίαρχες κομφουκιανές παραδόσεις. Χωρίς βέβαια να ομολογήσει τότε ότι στηριζόταν και ο ίδιος σε μια εξίσου μεγάλη και αρχαία κινεζική παράδοση, εκείνη του Λάο Τσε, που εκπροσωπεί την αντίθετη σχολή από τον Κομφούκιο, τον ταοϊσμό.
Αντίθετα οι Έλληνες είναι μόλις 10 ή 11 εκατομ. στην Ελλάδα και την Κύπρο, και ίσως 15 εκατομ. παγκοσμίως, αντιπροσωπεύουν έναν γερασμένο πληθυσμό (μέσος όρος ηλικίας 44 χρόνια στην Ελλάδα) που έχει μπει σε διαδικασία συρρίκνωσης και απειλούνται με ιστορική έκλειψη. Οι Έλληνες δεν μπορούν να στηριχτούν στους «ανιστόρητους» νέους για να ανακάμψουν, ούτε να εγκαταλείψουν την παράδοσή τους. Είναι υποχρεωμένοι να κάνουν το ακριβώς αντίθετο. Να επιστρέψουν πλησίστιοι στην παράδοσή τους, να εμφυσήσουν στους λιγοστούς πλέον νέους μας την γνώση και την αγάπη γι’ αυτή, μήπως και κατορθώσουμε να επιτύχουμε την ανάταξη και τον εκσυγχρονισμό μας στηριγμένοι σε αυτήν ακριβώς.
Διότι, αντίστροφα, υπ’ αυτές τις συνθήκες, η «εντελώς καινούργια σελίδα» την οποία μπορούν να γράψουν οι Έλληνες, εάν ξεχάσουν την ιστορία τους, θα είναι μια σελίδα που δεν θα έχει πια σχέση με το ιστορικό υποκείμενο, δεν θα έχει σχέση με την Ελλάδα. Θα είναι οι σελίδες τις οποίες θα γράψουν οι καταγόμενοι εξ Ελλάδος και πιθανότατα θα διακριθούν, αλλά δεν θα έχουν σχέση με τη διατήρηση αυτού του συλλογικού υποκειμένου. Αυτό είναι το μεγάλο δίλημμα που αντιμετωπίζουμε κατά τον 21ο αιώνα. Οι Έλληνες ως έθνος, ως συλλογικό υποκείμενο, είτε θα σβήσουν, είτε θα κατορθώσουν να ενσωματώσουν την ιστορική τους παράδοση για να συνεχίσουν να υπάρχουν. Φτάσαμε στο κομβικότερο ιστορικό σημείο των 4.000 χρόνων της ιστορίας μας. Ποτέ άλλοτε δεν είχαμε ιστορικό δίλημμα εξαφάνισης.
Η δημογραφία, ο πολιτισμός, οι οικονομικές δυνατότητες, ακόμη και όταν δεν είχαμε καθόλου κράτος, στην τουρκοκρατία, μας έδιναν τη δυνατότητα να αναγεννιόμαστε από τις στάχτες μας. Οι Έλληνες ήταν παρόντες από τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας μέχρι την Αίγυπτο, το ελληνικό πολιτιστικό επίπεδο ήταν το υψηλότερο όλης της Ανατολικής Ευρώπης και αυτό φάνηκε από το γεγονός ότι πετύχαμε μια αναγέννηση τουλάχιστον μέχρι το 1922. Επίσης, να σημειωθεί ότι στις περισσότερες περιόδους είχαμε ισχυρή δημογραφία. Οι γιαγιάδες μας γεννούσαν δέκα παιδιά, έφευγαν πολλοί έξω, πάντα είχαμε μετανάστες, αλλά έμεναν και αρκετοί εδώ για να μπορούν να συνεχίζουν. Σήμερα έχουμε δημογραφία σε κατάρρευση, και αν συνεχιστεί αυτό, σύμφωνα με μια έρευνα της Ακαδημίας Επιστημών της Σουηδίας, οι Έλληνες το 2100 θα είναι δύο εκατομμύρια. Φαίνεται εξωπραγματικό και κινδυνολογικό, αλλά δεν είναι, εάν αναλογιστούμε ότι συρρικνώνονται διαρκώς οι αναπαραγωγικές ηλικίες. Παράλληλα έχουμε μια μεγάλη ιστορική μετακίνηση πληθυσμών από την Ανατολή προς τη Δύση, και πολιτιστική αλλοτρίωση από τη Δύση. Όλα αυτά μαζί σημαίνει ότι οι Έλληνες ως διακριτό ιστορικό και πολιτιστικό υποκείμενο δεν μπορούν να αντέξουν σε αυτόν τον αιώνα, εάν δεν γίνει ένα μεγάλο comeback, που μπορεί να στηριχτεί προνομιακά στην ιστορική μας συνείδηση.
Εξ ου και η σημασία του εορτασμού των διακοσίων χρόνων από την Επανάσταση και του χαρακτήρα που πρόκειται να λάβει. Πρόκειται για την επανάσταση ενός αρχαίου και σημαντικού έθνους που ανακτά σταδιακώς από το 1821 έως το 1922 και μία κρατική υπόσταση και θέλει να ενσωματώσει το σύνολο της ιστορικής και πολιτισμικής κληρονομιάς του σε αυτό, από την αρχαιότητα μέχρι το Βυζάντιο και τη νεότερη Ελλάδα, και από «τις αρχαιότητες μέχρι την Ορθοδοξία» ;
Ή αντίθετα πρόκειται για την «γένεση ενός έθνους», για ένα νεαρό έθνος, –κοινό πλέον αφήγημα στις εθνομηδενιστικές ελίτ της Αριστεράς και της Δεξιάς, δανεισμένο από τον Φαλμεράϋερ και… τον Χομπσμπάουμ; Σε αυτή την περίπτωση ένα σύγχρονο ελληνικό έθνος-κράτος που δεν διαθέτει μεγάλο ιστορικό βάθος μπορεί εύκολα να ενσωματωθεί και να χωνευτεί σε άλλα σύνολα. Γι’ αυτό και η συστηματική απαξίωση της Ορθοδοξίας που συνιστά ιδιαίτερο στοιχείο της ελληνικής ιδιοπροσωπίας και την πάει σε βάθος τουλάχιστον 17 αιώνων. Και δυστυχώς η άποψη ότι εξαντληθήκαμε ως έθνος και πρέπει να μεταβληθούμε σε ένα αδιαφοροποίητο κομμάτι ενός ευρύτερου παγκόσμιου πολιτισμού, –διότι οι Έλληνες, μπορούν να δράσουν μόνο μέσα στα πλαίσια υπερεθνικών ενοτήτων, – γίνεται σταδιακώς κυρίαρχη στις ελίτ της χώρας, υπόρρητα μετά το 1922, και ομολογημένα μετά το 1974. Χωρίς βέβαια να συνειδητοποιείται πως εάν δεν διαθέτεις δική σου ισχυρή συλλογική ταυτότητα μόνον ατομικά και όχι συλλογικά μπορείς να επιβιώσεις. Η μήπως αυτό και μόνο, η ατομική επιβίωση είναι το ζητούμενο;
Υ.Γ. Σε ένα επόμενο σημείωμα θα επιχειρήσω να δείξω τι νόημα έχει σήμερα στο επίπεδο της παραγωγής και του πολιτισμού αυτή η ιστορική συνείδηση.
1 Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας. Θεμέλιο, 1976. 12-13.
2 Ο «Φωτεινός» του Βαλαωρίτη είναι ο ποιητικός ήρωας μιας πραγματικής εξέγερσης, η οποία έγινε τον 14ο αιώνα, από τους αγρότες της Λευκάδας, ενάντια στους Φράγκους. Στην ίδια περιοχή, το 1819 πραγματοποιήθηκε μία νέα εξέγερση ενάντια στους Εγγλέζους, οι οποίοι πλέον κατείχαν τη Λευκάδα, με πρωταγωνιστή τον αγρότη Φωτεινό, τον οποίο χρησιμοποιεί ο Βαλαωρίτης ως ήρωα της εξέγερσης του 14ο αιώνα. Βλ. Βλ. Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, «Προλεγόμενα στην Κυρά Φροσύνη», στο Α. Βαλαωρίτης, Ποιήματα και Πεζά, τ. Β΄ Ίκαρος, Αθήνα 2006, σσ. 299-300.
3 Σε μια σειρά συνεντεύξεων που παρουσιάστηκαν από κοινού στην ιστοσελίδα Huffington Post, στις 25 Μαρτίου 2016 από τον δημοσιογράφο Δημοσθένη Γκαβέα. Βλ. http://projects.huffingtonpost.gr/elliniki-tayftotita/
4 Βλέπε σχετικά, http://archives.monde-diplomatique.gr/spip.php?article338
Διαβάστε επίσης:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου