Η Τενέα, σύμφωνα με το
Παυσανία κατοικήθηκε από Τρώες αιχμαλώτους, που μεταφέρθηκαν εκεί
με τη βία από την Τένεδο, και με την άδεια του Αγαμέμνονα,
εγκαταστάθηκαν στην Τενέα, έτσι δικαιολογείται η ονοματολογική
συγγένεια των δύο περιοχών, αλλά και οι ομοιότητές τους στη λατρεία
του Απόλλωνα.
Οι περισσότεροι
περιηγητές και ερευνητές ως σήμερα τοποθετούν την Τενέα στην Κλένια
και συγκεκριμένα στο λόφο «βουνό» και την γύρο έκταση. Η ευρύτερη
περιοχή γύρο από την Τενέα, στην αρχαιότητα αποτελούσε την
Τενεάτιδα. Όπου ο χώρος που κάλυπτε ταυτίζεται περίπου με το
κεντρικό και ανατολικό τμήμα του τέως δήμου Κλεωνών (σημερινές
περιοχές Χιλιομοδίου και Αθικίων).
Τα
αναφερόμενα στον Παυσανία, τον Στέφανο Βυζάντιο και κυρίως στον
Στράβωνα μας πείθουν ότι η Τενέα ήταν ένας σημαντικός κορινθιακός
οικισμός, κατά τη διάρκεια ολόκληρης της ζωής της, από τα μυκηναϊκά
χρόνια ως την πρωτοβυζαντινή περίοδο. Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα,
μολονότι φτωχά, ενισχύουν τα αναφερόµενα στις πηγές και επί πλέον
µας πείθουν ότι υπήρχε ζωή στην περιοχή, τουλάχιστον από τα
νεολιθικά χρόνια. Από τον Στράβωνα γίνεται φανερό ότι η πόλη άρχισε
να ευηµερεί και να ξεχωρίζει από τα γύρω πολίσµατα, από το
734/33, όταν πολλοί Τενεάτες αποίκισαν, υπό Κορίνθιο αρχηγό,
τις Συρρακούσες. Μπορούµε να πούµε ότι η ευηµερία ήταν κοινή µε
εκείνη της Κορίνθου, αφού κοινή πρέπει να ήταν και η επιδίωξη του
κέρδους στη θάλασσα, µετά τον αποικισµό..
των Συρακουσών, µολονότι η
Τενέα ήταν µεσογειακή πόλη. Ένα χωρίον του Κικέρωνα ενισχύει την
άποψη αυτή. Οι τύχες των δύο πόλεων χωρίσθηκαν λίγο πριν από την
καταστροφή της Κορίνθου, όταν η Τενέα, εκµεταλλευόµενη τις
θρυλούµενες κοινές ρίζες µε τους κατακτητές (από την Τροία),
κατόρθωσε να αποσπαστεί από την Κόρινθο, µε αποτέλεσµα όχι µόνο να
παραµείνει ανέπαφη αλλά και να συνεχίσει να ευηµερεί, κόβοντας
δικά της νοµίσµατα και έχοντας τη δική της πολιτική (δηµοτική),
οικονοµική και πολιτιστική φυσιογνωµία.
Η θέση της
Τενέας εντοπίζεται µε ακρίβεια από τις πηγές (Ξενοφώντας,
Παυσανίας, Στέφανος Βυζάντιος). Παίρνοντας την ορεινή οδό, από την
Τενεατική πύλη της Κορίνθου (µεταξύ Ακροκορίνθου και Πεντεσκουφιού)
, µέσω σηµ. Μαψού, φθάνουµε µετά από 60 στάδια (περ. 11 χιλιόµ.),
στη θέση Παλαιό Σχολείο, ανάµεσα στα σηµ. χωριά Χιλιοµόδι και
Κλένια, όπου βρισκόταν η καρδιά της πόλης. Άλλες θέσεις, νότια της
Κορίνθου, σε απόσταση 60 σταδίων από την Τενεατική πύλη, όπου
υπάρχουν αρχαιολογικά ίχνη, δεν ανταποκρίνονται ούτε στα τοπογραφικά
δεδοµένα των πηγών ούτε στην έκταση των καταλοίπων που πρέπει να
άφησε µια σηµαντική πόλη της αρχαιότητας, όπως ήταν η Τενέα. Βέβαια,
η πρόσβαση προς την Τενέα γινόταν και από τον οµαλότερο δρόµο που
ακολουθούσε, περίπου, τον σηµερινό δρόµο Κορίνθου-Άργους , και
συγκεκριµένα από την πύλη του τείχους της Κορίνθου που βρισκόταν
νότια της πύλης των Κεχρεών. Θα λέγαµε µάλιστα ότι αυτό ήταν ο
κύριος δρόµος από Κόρινθο (και βέβαια από Ισθµό) προς Τενέα.
Ήταν
2-3 χιλιόµ. παραπάνω, αλλά πρέπει να υπολογίσουµε ότι όποιος ήθελε
να πάει στην Τενέα µέσω της ορεινής οδού έπρεπε να ανέβει δυο φορές
σε αρκετά µεγάλο ύψος τη µία να περάσει τον αυχένα ανάµεσα στον
Ακροκόρινθο και το Πεντεσκούφι και την άλλη να ανέβει σε αρκετά
µεγάλο ύψος στην Παλουκόραχη. Την ορεινή λοιπόν οδό ήταν φυσικότερο
να έπαιρναν µόνον εκείνοι που ζούσαν στη δυτική πλευρά των τειχών
της Κορίνθου και κοντά στον Ακροκόρινθο. Ουσιαστικά, εποµένως,
πρέπει να υπολογίσουµε την απόσταση Κορίνθου-Τενέας
13-14 χιλιόμ. και όχι 11. Ήταν μια απόσταση που επέτρεπε την
ανάπτυξη ενός σημαντικού οικισμού, αφού βρισκόταν . αρκετά μακριά
από την πρωτεύουσα.
Δυστυχώς δε σώθηκαν σημαντικά ερείπια στο χώρο της αρχαίας Τενέας
γιατί σήμερα καλλιεργείται εντατικά, μπορεί κανείς όμως να
επισημάνει πλούσια αρχαιολογικά ίχνη, από τις νότιες παρυφές του
Χιλιομοδίου ως την πλατεία της Κλένιας και τις βόρειες παρυφές της
Πάνω Κλένιας. Ακόμη νοτιότερα της Πάνω Κλένιας, στην απότομη
ανατολική πλαγιά Νυφίτσας, στο εκεί υπάρχον φυσικό σπήλαιο, έζησε ο
νεολιθικός άνθρωπος. Το ίδιο σπήλαιο αποτέλεσε ιερό για τους
μεταγενέστερους, ως τη χριστιανική εποχή. Κάτω (βόρεια) από την Πάνω
Κλένια, στο ανατολικό άκρo της σημερινής (Κάτω) Κλένιας, στο λόφο
του νεκροταφείου (Κάτω Αγιάννης), περίπου στον