Τετάρτη 19 Ιουνίου 2019

Αρχαία Τενέα: Όταν οι Τρώες ήρθαν στη Κορινθιακή Γη

  Η Τενέα, σύμφωνα με το Παυσανία κατοικήθηκε από Τρώες αιχμαλώτους, που μεταφέρθηκαν εκεί με τη βία από την Τένεδο, και με την άδεια του Αγαμέμνονα, εγκαταστάθηκαν στην Τενέα, έτσι δικαιολογείται η ονοματολογική συγγένεια των δύο περιοχών, αλλά και οι ομοιότητές τους στη λατρεία του Απόλλωνα.

 Οι περισσότεροι περιηγητές και ερευνητές ως σήμερα τοποθετούν την Τενέα στην Κλένια και συγκεκριμένα στο λόφο «βουνό» και την γύρο έκταση. Η ευρύτερη περιοχή γύρο από την Τενέα, στην αρχαιότητα αποτελούσε την Τενεάτιδα. Όπου ο χώρος που κάλυπτε ταυτίζεται περίπου με το κεντρικό και ανατολικό τμήμα του τέως δήμου Κλεωνών (σημερινές περιοχές Χιλιομοδίου και Αθικίων).

 
Τα αναφερόμενα στον Παυσανία, τον Στέφανο Βυζάντιο και κυρίως στον Στράβωνα μας πείθουν ότι η Τενέα ήταν ένας σημαντικός κορινθιακός οικισμός, κατά τη διάρκεια ολόκληρης της ζωής της, από τα μυκηναϊκά χρόνια ως την πρωτοβυζαντινή περίοδο. Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα, μολονότι φτωχά, ενισχύουν τα αναφερόµενα στις πηγές και επί πλέον µας πείθουν ότι υπήρχε ζωή στην περιοχή, τουλάχιστον από τα νεολιθικά χρό­νια. Από τον Στράβωνα γίνεται φανερό ότι η πόλη άρχισε να ευηµερεί και να ξεχωρίζει από τα γύρω πολίσµατα, από το 734/33, όταν πολλοί Τενεάτες αποίκισαν, υπό Κορίνθιο αρχηγό, τις Συρρακούσες. Μπορούµε να πούµε ότι η ευηµερία ήταν κοινή µε εκείνη της Κορίνθου, αφού κοινή πρέπει να ήταν και η επιδίωξη του κέρδους στη θάλασσα, µετά τον αποικισµό..
των Συρακουσών, µολονότι η Τενέα ήταν µεσογειακή πόλη. Ένα χωρίον του Κικέρωνα ενισχύει την άποψη αυτή. Οι τύχες των δύο πόλεων χωρίσθηκαν λίγο πριν από την καταστροφή της Κορίνθου, όταν η Τενέα, εκµεταλλευόµενη τις θρυλούµενες κοινές ρίζες µε τους κατακτητές (από την Τροία), κατόρθωσε να αποσπαστεί από την Κόρινθο, µε αποτέλεσµα όχι µόνο να παραµείνει ανέπαφη αλλά και να συνεχίσει να ευηµερεί, κόβοντας δικά της νοµίσµατα και έχοντας τη δική της πολιτική (δηµοτική), οικονοµική και πολιτιστική φυσιογνωµία.

 
Η θέση της Τενέας εντοπίζεται µε ακρίβεια από τις πηγές (Ξενοφώντας, Παυσανίας, Στέφανος Βυζάντιος). Παίρνοντας την ορεινή οδό, από την Τενεατική πύλη της Κορίνθου (µεταξύ Ακροκορίνθου και Πεντεσκουφιού) , µέσω σηµ. Μαψού, φθάνουµε µετά από 60 στάδια (περ. 11 χιλιόµ.), στη θέση Παλαιό Σχολείο, ανάµεσα στα σηµ. χωριά Χιλιοµόδι και Κλένια, όπου βρισκόταν η καρδιά της πόλης. Άλλες θέσεις, νότια της Κορίνθου, σε απόσταση 60 σταδίων από την Τενεατική πύλη, όπου υπάρχουν αρχαιολογικά ίχνη, δεν ανταποκρίνονται ούτε στα τοπογραφικά δεδοµένα των πηγών ούτε στην έκταση των καταλοίπων που πρέπει να άφησε µια σηµαντική πόλη της αρχαιότητας, όπως ήταν η Τενέα. Βέβαια, η πρόσβαση προς την Τενέα γινόταν και από τον οµαλότερο δρόµο που ακολουθούσε, περίπου, τον σηµερινό δρόµο Κορίνθου-Άργους , και συγκεκριµένα από την πύλη του τείχους της Κορίνθου που βρισκόταν νότια της πύλης των Κεχρεών. Θα λέγαµε µάλιστα ότι αυτό ήταν ο κύριος δρόµος από Κόρινθο (και βέβαια από Ισθµό) προς Τενέα. 

Ήταν 2-3 χιλιόµ. παραπάνω, αλλά πρέπει να υπολογίσουµε ότι όποιος ήθελε να πάει στην Τενέα µέσω της ορεινής οδού έπρεπε να ανέβει δυο φορές σε αρκετά µεγάλο ύψος τη µία να περάσει τον αυχένα ανάµεσα στον Ακροκόρινθο και το Πεντεσκούφι και την άλλη να ανέβει σε αρκετά µεγάλο ύψος στην Παλουκόραχη. Την ορεινή λοιπόν οδό ήταν φυσικότερο να έπαιρναν µόνον εκείνοι που ζούσαν στη δυτική πλευρά των τειχών της Κορίνθου και κοντά στον Ακροκόρινθο. Ουσιαστικά, εποµένως, πρέπει να υπολογίσουµε την απόσταση Κορίνθου-Τενέας 13-14 χιλιόμ. και όχι 11. Ήταν μια απόσταση που επέτρεπε την ανάπτυξη ενός σημαντικού οικισμού, αφού βρισκόταν . αρκετά μακριά από την πρωτεύουσα.

 

Δυστυχώς δε σώθηκαν σημαντικά ερείπια στο χώρο της αρχαίας Τενέας γιατί σήμερα καλλιεργείται εντατικά, μπορεί κανείς όμως να επισημάνει πλούσια αρχαιολογικά ίχνη, από τις νότιες παρυφές του Χιλιομοδίου ως την πλατεία της Κλένιας και τις βόρειες παρυφές της Πάνω Κλένιας. Ακόμη νοτιότερα της Πάνω Κλένιας, στην απότομη ανατολική πλαγιά Νυφίτσας, στο εκεί υπάρχον φυσικό σπήλαιο, έζησε ο νεολιθικός άνθρωπος. Το ίδιο σπήλαιο αποτέλεσε ιερό για τους μεταγενέστερους, ως τη χριστιανική εποχή. Κάτω (βόρεια) από την Πάνω Κλένια, στο ανατολικό άκρo της σημερινής (Κάτω) Κλένιας, στο λόφο του νεκροταφείου (Κάτω Αγιάννης), περίπου στον
αυχένα που οδηγεί προς Αγιονόρι, βρέθηκαν όστρακα ελλαδικής εποχής (περ. 2800-1100 π.Χ). Ακριβώς, στον αυχένα και νότια από αυτόν, προς την Πάνω Κλένια (Πάνω Αγιάννης), εντοπίσαμε τα μόνα εναπομείναντα ίχνη τειχών (κυρίως διατηρούνται ως ανάλημματικοί τοίχοι). Τα ερείπια είναι τόσο φτωχά, που δεν μπορεί κανείς να βγάλει βέβαια συμπεράσματα, δίνεται όμως η εντύπωση, σε δυο σημεία, ότι πρόκειται για ψευδοπολυγωνικό τείχος, ελληνιστικής  εποχής. Και στις δύο θέσεις, Πάνω και Κάτω Αγιάννης, υπάρχουν όστρακα και σκορπισμένες μεγάλες πέτρες, κυρίως από ασβεστόλιθο και αμυγδαλίτη λίθο, από τις οποίες μερικές, τουλάχιστο, δίνουν την εντύπωση ότι έχουν χτυπηθεί (λειανθεί) εν μέρει.

 

Βορειότερα, στο λόφο «Βουνό», όπου βρίσκονται σπηλαιώδεις και θαλαμωτοί τάφοι (παλαιότερα Αλωτή), υπάρχουν επίσης σκορπισμένες πέτρες, εν μέρει χτυπημένες, από αμυγδαλίτη και πωρόλιθο και πολλά θραύσματα από κεραμίδια και όστρακα (κυρίως ελληνιστικής εποχής). Πιθανότατα, η κορυφή του λόφου, τουλάχιστον, ήταν τειχισμένη. Νοτιότερα, προς το Χιλιομόδι, τα αρχαιολογικά κατάλοιπα συνεχίζουν και πληθαίνουν στην θέση Παλαιό Σχολείο, όπου, σε αρκετά μεγάλη έκταση (περίπου 100 στρέμματα) βρίσκονται και σήμερα στα χωράφια πυκνά κεραμικά θραύσματα (κυρίως ρωμαϊκά και πρωτοβυζαντινά), πελεκημένες μεγάλες πέτρες από πωρόλιθο (ιδιαίτερα ανατολικά του π. σχολείου), θεμέλια κτηρίων ή τειχών κ.ά. Η κατάσταση αυτή συνεχίζεται, αραιότερα, και γύρω από το λόφο Νταμάρια-Λούτσα (Λίμνη), όπου ίσως υπήρχε και θέατρο ελληνιστικών χρόνων. Σ' ολόκληρο τον αρχαιολογικό χώρο συναντώνται όστρακα από την αρχαϊκή ως την πρωτοβυζαντινή περίοδο. Γλυπτά και επιγραφές βρέθηκαν σε πολύ μικρό αριθμό.

 

Η Τενέα άκµαζε καθ' όλο το διάστηµα της διχιλιετούς ιστορίας της (και µόνο ότι διασώθηκε παροιµία που συγκρίνει την ευηµερία της µ' εκείνη της Κορίνθου, το αποδεικνύει) και αυτό οφειλόταν: α) Στη θέση της, δίπλα ακριβώς στην Κοντοπορεία, το σπουδαιότερο από τους δρόµους, στρατηγικής σηµασίας, που οδηγούσε από Κόρινθο προς Άργος, µέσω της Κλεισούρας του Αγιονορίου, οχυρωµένος από την κλασική και ιδιαίτερα την ελληνιστική εποχή, κατά την οποία η σπουδαιότητά του αυξάνει. Η Τενέα, πρέπει να αποτελούσε, για την Κορινθία, τη βάση της φρουράς του στενού. β) Στην πλούσια και κατάφυτη (τουλάχιστο στους µεταγενέστερους χρόνους) περιοχή στην οποία είχε χτιστεί, καθώς και ότι ήταν το κέντρο µιας ευρύτερης έκτασης, νότια του Ακροκορίνθου, της Τενεάτιδος. Τούτο είχε ως αποτέλεσµα, εκτός από την παραγωγή γεωργικών κτηνοτροφικών και δασικών προϊόντων, να είχε αναπτυχθεί και σχετική βιοτεχνία. γ) Σε µια σειρά από γεγονότα και συγκυρίες: 1) Στη µυκηναϊκή εποχή, η άφιξη των Τενεδίων, (τουλάχιστον από δηµογραφικής πλευράς). 

Μολονότι βρισκόµαστε στους µυθικούς χρόνους και δεν µπορούµε να έχουµε απόλυτη εµπιστοσύνη, δεν αποκλείεται να άρχισε από τότε η ανάπτυξή της. Όµως, η σκοτεινή περίοδος που ακολούθησε δε µας επιτρέπει να πούµε τίποτε µε βεβαιότητα, µολονότι υπάρχουν στον ίδιο χώρο αποδείξεις ζωής και στα όψιµα πρωτογεωµετρικά ή πρώιµα γεωµετρικά χρόνια, πράγµα που δείχνει ότι η ζωή δεν διεκόπη. 2) Η συµµετοχή στον αποικισµό των Συρακουσών, που σηµαίνει, όπως είπαµε, και συµµετοχή στο εµπόριο, που αποτέλεσε την αρχή της ευηµερίας της και την έκανε να ξεχωρίζει από τους γύρω οικισµούς. 3) Στην ανεξαρτησία της, κατά τα µέσα του 20υ αι. π.Χ. και στην καταστροφή της Κορίνθου, που ακολούθησε, πράγµα που σήµαινε, ως ευνοούµενη του κατακτητή (λόγω πολιτικής και κοινής καταγωγής), ότι καρπώθηκε ένα µέρος από την ευηµερία της Κορίνθου. Είναι η εποχή που κατατάσσεται ρητώς από τον Κικέρωνα ανάµεσα στις πελοποννησιακές πόλεις. 4) Η παρακµή του δεύτερου κέντρου της περιοχής, των Κλεωνών, ως και την πρωτοβυζαντινή περίοδο, κατά την οποία η Τενέα δεν αποκλείεται να ήταν, για λίγο, και έδρα επισκοπής, υπό τον Κορίνθου. Υπάρχουν πηγές από τις οποίες φαίνεται πράγµατι ότι η Τενέα εξακολουθούσε να ήταν µια (µικρή) πόλη, προφανώς ως το τέλος του 6ου ή τις αρχές του 1ου αι. µΧ.

 
Είναι πολύ παρακινδυνευµένο να επιχειρήσει κανείς να διαγράψει τις φάσεις οίκησης στην έκταση του αρχαιολογικού χώρου, δεδοµένου ότι σχεδόν τα πάντα είναι υποθετικά, όµως φαίνεται ότι τα νοτιότερα υψώµατα και οι πλαγιές στους πρόποδες του βουνού Νυφίτσα, έγιναν τόπος κατοίκησης του ανθρώπου της εποχής του Χαλκού, ύστερα από την εγκα­τάλειψη της σπηλιάς της Νυφίτσας από το νεολιθικό άνθρωπο. Την γεωµετρική εποχή, τουλάχιστον την αρχαιότερη περίοδο, προφανώς συνέχιζε να κατοικείται η ίδια περίπου περιοχή και, ίσως, λίγο αργότερα, το άλλο άκρο του αρχαιολογικού χώρου, κοντά στο δηµοτικό σχολείο Χιλιοµοδίου. 

Οπωσδήποτε, αλλαγές επήλθαν στα αρχαϊκά χρόνια, όταν τα αρχαιολογικά κατάλοιπα µας οδηγούν στην υπόθεση, για κατοίκηση σε ολόκληρο σχεδόν τον αρχαιολογικό χώρο. Οι πηγές εδώ µας βοηθούν σηµαντικά να επαληθεύσουµε, ως ένα σηµείο, την άποψη αυτή, δεδοµένου ότι ο εποικισµός των Συρακουσών κυρίως από Τενεάτες, σήµαινε δηµογραφική άνοδο και εποµένως εξάπλωση στον παρακείµενο χώρο. Ως ότου γίνουν λεπτοµερείς τοπογραφικές µελέτες, δεν µπορούµε να γνωρίζουµε ποια τµήµατα του αρχαιολογικού χώρου ήσαν κατοικηµένα, οπωσδήποτε όµως θα υπήρχαν µεγάλα κενά, µολονότι κεραµικά της εποχής βρίσκονται ακόµη και στο σχετικά ανώµαλο έδαφος, µεταξύ των δύο θέσεων, όπου είπαµε παραπάνω ότι αναπτύχθηκαν οι δυο «πυρήνες» της Τενέας.

 
Στα κλασικά χρόνια, η διαφορά µε την προηγούµενη περίοδο δεν είναι µόνο ότι διευρύνθηκε ακόµη περισσότερο ο αρχαιολογικός χώρος και έκλεισαν ορισµένα «κενά» της προηγούµενης περιόδου, αλλά και ότι το βάρος µετατοπίσθηκε προς βορράν, τον τελευταίο ουσιαστικά λόφο, πριν το πεδινό έδαφος, «Βουνό», και κυρίως µέσα στο οµαλό, σχεδόν επίπεδο έδαφος της θέσης «Παλαιό Σχολείο» (όπου η πόλη είχε την άνεση να αναπτυχθεί), που θα γίνει το κέντρο της πόλης, συνολικά θεωρηµένη, από το Χιλιοµόδι ως την Κλένια. Δεν αποκλείεται κατά την περίοδο αυτή, τα πιο κοντινά προς το βουνό (Νυφίτσα) υψώµατα, όπου είχε ζήσει ο προϊστορικός και γεωµετρικός άνθρωπος, να εγκαταλείφθηκαν εν µέρει, ή τουλάχιστον να µην ήταν τόσο πυκνά κατοικηµένα, όσο η έκταση από το «Βουνό» και βορειότερα, προς το Χιλιοµόδι. Τα τείχη, που, σύµφωνα µε αρχαιολόγους και σηµερινές ενδείξεις, περιέκλειαν την πόλη η µαρτυρηµένη ευηµερία της πόλης ευνοεί την ύπαρξη οχυρώσεων ίσως από το σηµείο αυτό να τρέπονταν προς βορράν και δυτικά, περιλαµβάνοντας προφανώς τον λοφίσκο Νταµάρια ή Λούτσα (Λίµνη) και την περιοχή νοτιότερα της σιδηροδροµικής γραµµής και ανατολικότερα του ρέµατος και του δρόµου του Καρκανά. Προφανώς, άλλες οχυρώσεις υπήρχαν στον δεύτερο «πυρήνα» της πόλης, που ήταν µικρότερος, στο λόφο «Βουνό». Προτιµούµε τη λύση αυτή από τον ενοποιηµένο οχυρωµατικά χώρο, γιατί το έδαφος ανάµεσα στις δυο θέσεις είναι ανώµαλο ή σχετικά ανώµαλο και κυρίως γιατί οι οχυρώσεις θα ήταν πολύ µεγάλες για µια µικρή πόλη, όπως ήταν η Τενέα. Έτσι, είναι µάλλον δύσκολο να δεχθούµε το λόφο «Βουνό» ως ακρόπολη της Τενέας, δεν αποκλείεται όµως να επιτελούσε παρόµοιο ρόλο νωρίτερα, ως φρούριο, όπου θα µπορούσε να κατέφευγε ο γύρω πληθυσµός. Σ' αυτή την περίπτωση οι δυο οχυρώσεις θα ανήκαν σε διαφορετικές εποχές. Στην περίπτωση που δεν υπήρχαν καθόλου οχυρώσεις στην πεδιάδα, ο λόφος «Βουνό» θα συνέχιζε να επιτελεί πάντοτε τον ίδιο παραπάνω ρόλο.

 
Από πλευράς πηγών, η µνεία από τον Ξενοφώντα της Τενέας, επ' ευκαιρία της µετάβασής του από το Άργος στην Κόρινθο, σε συνδυασµό µε την ύπαρξη οχυρώσεων της εποχής (Καστράκι Αγιονορίου - Φρούριο Αγ. Αθανασίου, Μπερµπάτι) δείχνει ότι η Κοντοπορεία είχε προσλάβει τότε τη στρατιωτική της σηµασία και τούτο θα είχε ευεργετικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη της Τενέας. Εξάλλου η πληροφορία του Στράβωνα για ευηµερία της πόλης µετά την ίδρυση των Συρακουσών, πρέπει να ισχύει και για την κλασική εποχή. Δεν αποκλείεται οι πρώτες οχυρώσεις στην Τενέα να είναι σύγχρονες µε εκείνες της Κοντοπορείας (50ς-40ς αι. π.Χ).

 
Τα ελληνιστικά χρόνια, στη θέση Παλαιό Σχολείο (όπου το κέντρο του οικισµού), η πόλη εξακολουθούσε να υπάρχει, σ' αυτή την εποχή µάλιστα χρονολογούν το θέατρο οι αρχαιολόγοι. Στο δεύτερο πυρήνα, τους λόφους της Κλένιας, αν κρίνουµε από τα αρχαιολογικά κατάλοιπα, κυρίως τα όστρακα, πρέπει να καταλήξουµε στο συµπέρασµα ότι υπήρξε δηµογραφική ακµή. Στα περισσότερα σηµεία της περιοχής επικρατούν τα ελληνιστικά, ιδιαίτερα στο λόφο Βουνό, όπου µάλιστα συναντάµε πολλά του 20υ αι. π.Χ. Όπως είπαµε, η σπουδαιότητα της Κοντοπορείας αυξά­νεται αυτή την εποχή µε κατασκευή φυλακείων, αλλά και την ανάπτυξη σ' ένα από αυτά (Δραγατούρα) οικισµού, ακριβώς πάνω στο δρόµο, που θα συνεχίσει να επιζεί και να επεκτείνεται, πράγµα που δείχνει ότι η χρήση του δρόµου ήταν συχνή. Τούτο θα είχε ευεργετικές επιπτώσεις για την Τενέα, η οποία, όπως είπαµε, δεν αποκλείεται επίσης να οχυρώθηκε κατά τα νοτιότερα υψώµατά της. Πάντως, από πλευράς πηγών, η µνεία για ανεξαρτοποίηση από την Κόρινθο, κατά τα µέσα του 20υ αι. π.Χ, καθώς και η καταστροφή της Κορίνθου που ακολούθησε, δικαιολογούν δηµογραφική αύξηση. Ίσως δεν είναι, µάλιστα, τυχαίο ότι τα περισσότερα όστρακα ανήκουν στο δεύτερο αιώνα π.Χ.

Κατά τη ρωµαιοκρατία, το πλήθος των οστράκων στο Παλαιό Σχολείο-Χιλιοµόδι συνηγορούν στη συνέχιση της ζωής (και ακµής) του κάτω, µεγάλου πυρήνος της πόλης, ο ενδιάµεσος, σε πολλά σηµεία, ανώµαλος χώρος, όµως, πρέπει να έµεινε κενός, δεδοµένου ότι η βόρεια και εν µέρει ανατολική και δυτική πλαγιά του λόφου χρησιµοποιούνται ως νεκροταφεία. Στον δεύτερο πυρήνα, τους λόφους της Κλένιας, διακρίνουµε µία ελαφρή µετατόπιση προς το βουνό Νυφίτσα (προς το δηµοτικό σχολείο και τον Κάτω Αγιάννη). Ίσως το νεκροταφείο, ακριβώς κάτω από την κορυφή του λόφου Βουνό συνέβαλε σ' αυτό. Από πλευράς πηγών, την εποχή αυτή, διαθέτουµε τις περισσότερες. Ο Κικέρωνας ονοµάζει καθαρά την Τενέα πόλη. 

Στην εποχή αυτή ανήκουν ο Στράβωνας και ο Παυσανίας, οι οποίοι, πρέπει να σηµειωθεί, µνηµόνευαν µόνο τις σπουδαιότερες πόλεις. Τα όσα, µάλιστα, σηµαντικά αναφέρονται από τον Στράβωνα, ειδικά για την Τενέα (σε σύγκριση µε άλλες µικρές πόλεις), δείχνουν έµµεσα ότι στην εποχή του (1ος αι. µΧ.) η Τενέα άκµαζε. Εξάλλου, τα µοναδικά νοµίσµατα που έφθασαν ως εµάς κόπηκαν γύρω στο 200 µΧ. Είναι βέβαιο ότι η πόλη άκµαζε, µολονότι φαίνεται πως είχε κάπως συρρικνωθεί και προφανώς είχαν χωριστεί οι δυο πυρήνες της.

 
Στους πρωτοβυζαντινούς χρόνους πλήθος οστράκων στη θέση Παλαιό Σχολείο-Χιλιοµόδι, καθώς και η εύρεση επιτύµβιων στηλών δείχνουν τη συνέχιση της ζωής του κύριου πυρήνα της Τενέας. Είναι φυσικό η συρρίκνωση της πόλης να συνεχίστηκε, και προς τούτο ίσως συνηγορούν οι τάφοι και επιτύµβιες στήλες που βρέθηκαν στον µεγάλο πυρήνα, γύρω από το κέντρο της πόλης (αν και δεν µπορούµε να µιλάµε για νεκροταφεία). Στο δεύτερο, µικρότερο, πυρήνα, των λόφων της Κλένιας, όστρακα της ίδιας εποχής βρίσκονται παντού, τα περισσότερα όµως όχι στο λόφο «Βουνό» ή προς το δηµοτικό σχολείο, αλλά στη νότια πλαγιά του Κάτω Αγιάννη, κοντά στη θέση όπου επεσηµάνθηκαν και τα προϊστορικά όστρακα, όπου, όπως είπαµε, διασώζεται ως σήµερα αναληµµατικός τοίχος (τµήµα τείχους;). Η πιθανή µετατόπιση που άρχισε από την εποχή της ρωµαιοκρατίας, προς το βουνό της Νυφίτσας φαίνεται ότι συνεχίστηκε και ίσως το κέντρο του πάνω πυρήνα της πόλης βρισκόταν πια στο σηµείο αυτό, κοντά στον αυχένα που οδηγεί προς Αγιονόρι. Μήπως, λοιπόν, η µετατόπιση αυτή έχει να κάνει µε τις υποτιθέµενες οχυρώσεις για τις οποίες µιλήσαµε παραπάνω. 

Η επισήµανση οστράκων µέσης βυζαντινής περιόδου ενισχύει την άποψη αυτή. Εξάλλου, ακριβώς εδώ η ντόπια παράδοση (και όχι στο «Βουνό» µε τους τάφους) ορίζει τη θέση του θησαυρού, επίµονα, µε δυο γνωστές παραλλαγές. Προφανώς τη φαντασία των κατοίκων κέντριζε, ως τελευταία, η ύπαρξη ερειπίων και µεγάλων βράχων, αποµεινάρια των οποίων βλέπουµε και σήµερα. Από πλευράς πηγών, η µνεία και της περιφραστικής ονοµασίας από τον Στέφανο Βυζάντιο (Τενέα η χώρα), από την οποία, πιθανότατα, εξάγεται το συµπέρασµα ότι η Τενέα εξακολουθούσε να ήταν πόλη και ίσως, εµµεσότερα, ότι υπήρχαν τουλάχιστο δυο ξεχωριστοί οικισµοί µε το ίδιο όνοµα (η κύρια πόλη στο Παλαιό Σχολείο και ο δεύτερος πυρήνας στους λόφους της Κλένιας, του οποίου το κέντρο µετατοπίσθηκε λίγο νοτιότερα, προς το βουνό Νυφίτσα). Οι αλλαγές επίσης του ονόµατος της πόλης ιδιαίτερα του εθνικού (Γενέα-Γενεάτες, Γενειάδες) στον Στέφανο, που οφείλεται προφανώς σε παρετυµολογία, δείχνει πάντα µια ζώσα πόλη

 

Από πληθυσµιακής πλευράς, είναι πολύ δύσκολο να βγάλει κανείς συµπεράσµατα. Δεν µπορούµε να συγκρίνουµε την Τενέα µε την Κόρινθο, αλλα ούτε και µε άλλες µεγάλες πόλεις. Δεν υπάρχει στις πηγές µέτρο συγκρίσεως µε κάποια άλλη πόλη, εκτός από µια έµµεση αναφορά µε την Τεγέα. Όταν ο Στράβων αναφέρει τον γνωστό χρησµό για την Τενέα, που µνηµονεύσαµε παραπάνω, προσθέτει: «οπερ κατ' άγνοιάν τινες παρατρέπουσιν, έγώ δ' εϊην Τεγεάτης». Μερικοί λοιπόν στη θέση του «Τενεάτης» έβαζαν, κατά λάθος, Τεγεάτης», επειδή, ασφαλώς, η Τεγέα ήταν γνωστότερη και σηµαντικότερη πόλη.

Η Τενεάτις, η ευρύτερη δηλ. περιοχή της Τενέας, ήταν, σε έκταση, λίγο µεγαλύτερη από τη γειτονική Κλεωναία. Λαµβάνοντας υπόψη τη σηµερινή πληθυσµιακή κατάσταση, παρατηρούµε ότι στην πρώτη υπάρχουν δύο κώµες (Χιλιοµόδι, Αθίκια) και 6 µικρότεροι οικισµοί (Κλένια, Αγιονόρι, Αγ. Ιωάννης, Αλαµάνο, Μαψός και εν µέρει ο Κουταλάς και ο Σολοµός (ο οποίος αντικατέστησε το Νεοχώρι), δηλ. περίπου 5,5 χιλ. κάτοικοι. Στη δεύτερη (Κλεωνές) υπάρχει µία κώµη (Άγιος Βασίλειος) και 5 µικρότεροι οικισµοί (Κοντόσταυλος, Αρχ. Νεµέα, Ηράκλειο, Σπαθοβούνι, εν µέρει ο Κουταλάς και, κατά το µεγαλύτερο µέρος, αν ληφθούν υπόψη οι τότε συνθήκες, το Στεφάνι), δηλ. περίπου 4 χιλ. κάτοικοι. Σύµφωνα, λοιπόν, µε τις σηµερινές συνθήκες, η Τενεάτιδα πρέπει να είχε πληθυσµό παραπάνω από την Κλεωναία, περίπου κατά το 1/3, δεν είναι όµως απαραίτητο να συµπεράνουµε ότι αυτή πρέπει να ήταν η διαφορά και ανάµεσα στους δυο κεντρικoύς οικισµούς, δηλ. την πόλη των Κλεωνών και την Τενέα. Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η Κλεωναία ήταν ανεξάρτητη και εποµένως τούτο θα είχε θετικές επιπτώσεις για την ανάπτυξη του κεντρικoύ οικισµού, κάτι που για την Τενέα ίσχυσε πολύ αργότερα. Εποµένως, πρέπει να είµαστε πιο κοντά στην πραγµατικότητα, αν υποθέσουµε ότι τα δυο παραπάνω τοπικά κέντρα ήταν περίπου του ίδιου µεγέθους. 

Η κατάσταση αυτή άλλαξε αργότερα υπέρ της Τενέας. Η συγκεντρωτική εξουσία του Ρωµαϊκού κράτους, που απέβη σιγά-σιγά εις βάρος των πόλεων, ήταν ίσως ένας από τους λόγους, διότι είναι φυσικό να ευνόησε τον οικισµό εκείνο που είχε κεντρικότερη θέση στην περιοχή νότια του Ακροκορίνθου, η οποία, όπως αναφέραµε στην αρχή, αν δεν χωρισθεί τεχνικά, γεωφυσικά είναι ενιαία, από το βουνό Φωκά µέχρι τα βουνά ανατολικά των Αθικίων (Βουτσίνα). Εξάλλου, βρισκόµαστε στην εποχή κατά την οποία ο δρόµος που περνούσε από την Τενέα, η Κοντοπορεία, είχε κερδίσει σε αξία. Αντίθετα, κατά τους µυκηναϊκούς χρόνους, η θέση των Μυκηνών ευνοούσε τις δυτικότερες διαβάσεις (Αγ. Σώστη, Δερβενακίων, Δαφνιά) και εποµένως όχι την Τενέα αλλά τις Κλεωνές. Τέλος, αν και δεν µπορούµε να κάνουµε αριθµητικούς υπολογισµούς, πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο ότι ο πληθυσµός στην πόλη της Τενέας πρέπει να ήταν περισσότερος απ' ότι ο πληθυσµός των δύο εκεί σηµερινών χωριών (περ. διπλάσιος;)

 
Το τελικό συµπέρασµα, ύστερα απ' όσα αναφέραµε ως εδώ, είναι ότι οι υπάρχουσες πηγές και η επιφανειακή έρευνα δεν αρκούν για να βγάλει κανείς ασφαλή συµπεράσµατα για την πόλη της Τενέας. Χρειάζεται όχι µόνο προσεκτικότερη µελέτη, βήµα προς βήµα, του αρχαιολογικού χώρου, αλλά και ανασκαφές, σε µερικά τουλάχιστο σηµεία. Εύρεση ασύλητων τάφων, επιγραφών, νοµισµάτων και άλλων αντικειµένων θα βοηθούσε ση­µαντικά την έρευνα. Μπορούµε λοιπόν να πούµε ότι η µελέτη του χώρου της πόλης της Τενέας βρίσκεται στην αρχή.

 

Θα τελειώσουµε µε τη γενικότερη παρατήρηση ότι το κέντρο της αρχαίας πόλης, η θέση Παλαιό Σχολείο, ήταν και το κέντρο της γύρω καλλιεργήσιµης έκτασης που πρέπει να ανήκε άµεσα στην κώµη της Τενέας (και σήµερα ανήκει στα χωριά Χιλιοµόδι και Κλένια), ακτίνας περ. 2-2,5 χιλιοµέτρων. Δεν είναι τυχαίο ότι εκεί κατασκευάστηκε το κοινό δηµοτικό σχολείο που εξυπηρέτησε για ορισµένα χρόνια, πριν από τον πόλεµο, τα δυο χωριά, ούτε ότι σήµερα, οι δυο παραπάνω οικισµοί  που µπορεί να εκληφθούν, µε βάση την αρχαία εποχή, ως ο µεγαλύτερος (Χιλιοµόδι) και ο µικρότερος, Κλένια συγκλίνουν προς αυτό το σηµείο. 

Πρόκειται για τον «οµφαλό» της περιοχής, που παραµένει κέντρο, αν ληφθούν υπόψη ακόµη και τα ορεινά εδάφη του Μαψού και του Αγιονορίου βόρεια και νότια της αρχαίας πόλης, που δεν ανήκουν στα δυο άλλα κοντινά κέντρα (Άγιο Βασίλη και Αθίκια). Σήµερα, που οι οικιστικές συνθήκες βρίσκονται πολύ κοντά σ' εκείνες της αρχαιότητας (κατά την Τουρκοκρατία ήταν πιο κοντά στο µεσαίωνα), οποιαδήποτε αστική εξέλιξη στην παραπάνω περιοχή πρέπει να λάβει υπόψη της την πραγµατικότητα αυτή. Δηλ. αστικωποίηση χωρίς την ένωση των δύο οικισµών είναι αδύνατη, δεδοµένου µάλιστα ότι οι δύο άλλοι οικισµοί της περιοχής, ο Αγ. Βασίλης και ιδιαίτερα τα Αθίκια, είναι αρκετά ανταγωνιστικοί, ενώ στην αρχαιότητα ήταν µόνον ένας (Κλεωναί).

Πηγή: Μελέτη Μιχαήλ Σ. Κορδώση (Αρχαία και πρωτοβυζαντινή ΤΕΝΕΑ, <<Δωδώνη>> τόμος ΚΣΤ' τεύχος 1 (1997) Επιστημονική Επετηρίδα του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Διαβάστε

Η Πολιορκία της Κορίνθου, του μεγάλου Φιλέλληνα και συνθέτη Ροσσίνι – το πρώτο Live Aid στην ιστορία!

Gioachino Antonio Rossini, στο Παρίσι, 1865. Ο Τζοακίνο Ροσσίνι (Gioachino Rossini), γεννήθηκε στις 29 Φεβρουαρίου 1792 σε μια μικρή λ...