Αγιονόρι και Στεφάνι αποτέλεσαν
τους δύο ακμαίους οικισμούς, στα δύσκολα χρόνια της τουρκικής
κυριαρχίας, όπου ζούσαν τουλάχιστον τα ¾ του πληθυσμού του Δήμου
Τενέας - Το Αγιονόρι ήταν ο μεγαλύτερος οικισμός της περιοχής και
εξηγείται η μεγάλη του ακμή κατά την κυρίως βυζαντινή περίοδο, όταν ήταν
ο μόνος ορεινός οικισμός
Το Αγιονόρι ή Αϊνόρι βρίσκεται στη νότια Κορινθία
ανάμεσα στην Κόρινθο και την Αργοναυπλία, σε ορεινή περιοχή, κοντά στο
χωριό Στεφάνι, αφού περάσουμε, φεύγοντας από Κόρινθο, το Χιλιομόδι και
την Κλένια. Αγιονόρι και Στεφάνι μοιράζονται την όχι και τόσο εύφορη
περιοχή, που βρίσκεται κυρίως πίσω από το βουνό της Νυφίτσας (ανήκει
στον ορεινό όγκο του βουνού της Αγίας Τριάδας), σε μεγάλο υψόμετρο, πρίν
κατηφορίσει κανείς πρός την Αργολίδα,
στο χωριό Μπερμπάτι (σημ. Πρόσυμνα) και στη συνέχεια μέσω της
Κλεισούρας του Αγιονορίου, γνωστής από την καταστροφή του στρατού του
Δράμαλη, από τον Νικηταρά, το 1826, μετά την πρώτη καταστροφή στα
Δερβενάκια. Τα Δερβενάκια είναι η ανατολικότερη δίοδος από Κόρινθο πρός
Άργος, έχοντας λίγο ανατολικότερά της την τρίτη δίοδο, εκείνη του Αγίου
Σώστη, κοντά στο χωριό Άγιος Βασίλειος, γνωστό για το φραγκικό του
κάστρο. Η οδός μέσω Κλεισούρας Αγιονορίου είναι γνωστή από την
αρχαιότητα με το όνομα Κοντοπορεία, επειδή ήταν η πιο σύντομη από Ισθμό
πρός Άργος. Μνημονεύεται σε αρχαίους συγγραφείς και κράτησε το όνομά της
ως τελευταία (Κοντοποριά). Από τα Δερβενάκια περνούσε η αμαξιτή οδός
στην αρχαιότητα, σύμφωνα με τον Παυσανία, όπως και σήμερα, αρματοτροχιές
όμως βρέθηκαν και στην Κοντοπορεία. Στην Κοντοπορεία μνημονεύεται από
τον Αθήναιο (170 -230 μ.Χ.) και ψυχρή πηγή νερού, που ταυτίζεται με την
πηγή “στου Φραντζή”, απέναντι από το Αγιονόρι, στους πρόποδες της
Νυφίτσας.
Τα παραπάνω χωριά της νότιας Κορινθίας, Άγιος Βασίλειος, Χιλιομόδι, Κλένια, Αγιονόρι και Στεφάνι ανήκουν σήμερα στο δήμο Κορίνθου, ενώ λίγο παλαιότερα υπάγονταν στο δήμο Τενέας. Όταν, μετά την απελευθέρωση, ιδρύθηκαν στη χώρα οι πρώτοι δήμοι, το Αγιονόρι με τα γύρω χωριά αποτέλεσε ξεχωριστό δήμο, ύστερα όμως υπήχθη στον ευρύτερο δήμο Κλεωνών, με έδρα το Χιλιομόδι, όπου, μετά το 1830 είχαν κατέβει οι περισσότεροι Αγιονορίτες. Οι Κλεωνές ήταν ανεξάρτητη αρχαία πόλη στον κάμπο του Αγίου Βασιλείου, θέση που σήμερα ανήκει στο χωριό Κοντόσταυλος. Από τα ερείπιά της το πιο σημαντικό είναι ο ναός του Ηρακλέους.
Στην αρχαιότητα στην εύφορη περιοχή πριν από την Κλεισούρα του Αγιονορίου ως τις παρυφές της πεδιάδας των Κλεωνών, όπου σήμερα φύονται κυρίως ελιές και οπωροφόρα και βρίσκονται τα χωριά Χιλιομόδι και Κλένια, εκτεινόταν η σημαντική πόλη της Τενέας, της οποίας κατάλοιπα εντοπίζονται στο χώρο ανάμεσα στα δύο χωριά. Υπαγόταν στην Κορινθία και η παράδοση, που αναφέρουν ο Στράβων και Παυσανίας, θέλει τους κατοίκους της Τρώες, που μετέφερε ο Αγαμέμνονας από την Τένεδο, πράγμα που εξηγεί γιατί ο θεός που κυρίως λάτρευαν ήταν ο Απόλλωνας. Από την αρχαία πόλη δε σώθηκε σχεδόν τίποτε, πέρα από ορισμένους τάφους σκαλισμένους σε βράχους στη θέση ‘Βουνό’ της Κλένιας και όσους τάφους βρίσκονται τυχαία στην πεδιάδα. Μεγάλη ανακάλυψη θεωρείται η εύρεση των δύο δίδυμων Κούρων στον Ξερόκαμπο της Κλένιας, σε νεκροταφείο που ανέσκαψε η Εφορία Αρχαιοτήτων. Ως τώρα ήταν γνωστός ο Κούρος της Τενέας, που βρέθηκε στ’ Αθίκια (περιοχή που υπαγόταν στην Τενεάτιδα) και βρίσκεται στο Μόναχο. Οι δίδυμοι Κούροι εκτίθενται σήμερα στο μουσείο της Κορίνθου. Τα τελευταία χρόνια στο χώρο της Τενέας κάνει ανασκαφές (στην περιοχή που ανήκει στο Χιλιομόδι) η Εφορία Αρχαιοτήτων, φέρνοντας στο φώς ενδιαφέροντα ερείπια (π.χ. λουτρό), στην περιοχή Νταμάρια Χιλιομοδίου, θέση κοντά στο ‘Παλιό Σχολείο’, όπου προφανώς εκτεινόταν το σπουδαιότερο τμήμα της πόλης.
Η Τενέα ήταν μια ακμαία, με τα μέτρα της εποχής, πόλη και κατά την πρωτοβυζαντινή εποχή (4ος-6ος αι.), ύστερα όμως χάνονται τα ίχνη της. Κοντά της, ένα περίπου χιλιόμετρο νοτιοδυτικά της, το μεσαίωνα μαρτυρείται η κώμη Κλέννα (σημερ. Κλένια), όπου και σώζεται ως σήμερα ο ενδιαφέρων σταυρεπίστεγος βυζαντινός ναός του Αγίου Νικολάου (13ος αι.). Η σημαντικότερη όμως κώμη στα μεσαιωνικά χρόνια θα είναι το Αγιονόρι, όπου, φαίνεται, ότι απεσύρθη μεγάλο μέρος των κατοίκων της Τενέας, κατά τους σκοτεινούς αιώνες των σλαβικών επιδρομών. Το Αγιονόρι μελετήθηκε τελευταία σε δύο επιστημονικές συναντήσεις που έγιναν επιτόπου και στην Κόρινθο το 1986 και το 2001, των οποίων τα πρακτικά δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Ιστοριογεωγραφικά», ‘Τόμοι 2ος και 13ος-15ος’. Στην κοιλάδα που σχηματίζεται δυτικά του Αγιονορίου, στη θέση Δραγατούρα υψωνόταν μεγάλος ελληνιστικός πύργος του 3ου αι. π.Χ., μάλλον φυλάκειο, ακριβώς δίπλα στην Κοντοπορεία, όπου υπήρξε και μικρός τειχισμένος οικισμός. Στις εκκλησίες της μικρής κοιλάδας και στα παρακείμενα χωράφια διασώζονταν αρχιτεκτονικά μέλη και σκορπισμένα κεραμικά.
Το Αγιονόρι εμφανίζεται για πρώτη φορά στις μεσαιωνικές πηγές με το όνομα ‘Ενόριον’, μνημονευόμενο στον Βίο του Οσίου Νίκωνα του «Μετανοείτε». Ο Όσιος πέρασε από εκεί, ακολουθώντας την Κοντοπορεία, και δίδαξε στο Ενόριο. Στο Βίο ο συγγραφέας τονίζει τον αγροτικό του χαρακτήρα. Είναι βέβαιο ότι το χωριό βρισκόταν στη θέση όπου περίπου βρίσκεται σήμερα, δηλαδή στη θέση όπου βρίσκεται το κάστρο, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι ο Όσιος, φεύγοντας από το Αγιονόρι πρίν φθάσει στην παρακείμενη κοιλάδα (όπου και έγινε θαύμα, περπατώντας στον αέρα), είχαν περάσει με το σύνοδό του κατωφερές έδαφος. Οι λίγοι κάτοικοι λοιπόν της Δραγατούρας φαίνεται πως είχαν ανέβει στο παρακείμενο βουνό, που δεσπόζει στην έξοδο της Κλεισούρας. Είναι πολύ πιθανό οι κάτοικοι να μετέφεραν τον οικισμό του βουνού και το όνομα Ενόριον, αν πράγματι ονομαζόταν έτσι ο οικισμός της Δραγατούρας. Όμως, όντας κατά τον 10ο αιώνα ο οικισμός του βουνού ένα κεφαλοχώρι, στο οποίο παρέμεινε και δίδαξε ο Νίκων, είναι αναγκαίο να υποθέσουμε ότι είχαν αποτραβηχτεί στο ορεινό αυτό μέρος και πολλοί κάτοικοι της Τενέας.
Δεν είναι βέβαιο αν κατά την εποχή που πέρασε από το ‘Ενόριον’ ο Νίκων υπήρξαν σπίτια και στις βόρειες παρυφές της κοιλάδας, στο ανηφορικό έδαφος της θέσης ‘Φραντζή’, στους πρόποδες της Νυφίτσας, όπου υπήρξε η ομώνυμη πηγή και σώζονται τα ερείπια της βυζαντινής εκκλησίας της Παναγίας. Εκεί η παράδοση θέλει το μεγαλύτερο τμήμα του οικισμού και φαίνεται πως τούτο ισχύει για τον 12ο τουλάχιστο αιώνα, αν μάλιστα η πόλη Hadjiria, που ο Άραβας γεωγράφος Edrisi τοποθετεί στο δρόμο από Ναύπλιο προς Ισθμό (γύρω στα μέσα του 12ου αιώνα), ταυτιστεί με το Αγιονόρι. Ερείπια σπιτιών υπάρχουν και στη θέση ‘Βορούλια’ στο νοτιοανατολικό τμήμα της κοιλάδας, κάτι που δείχνει ότι το Αγιονόρι είχε εξελιχθεί σε σημαντικό κέντρο.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η μνεία του βυζαντινού ιστορικού Νικήτα Χωνιάτη, ότι, το 1205, αμέσως μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους, ο Βονιφάτιος κατέλαβε την πόλη της Κορίνθου και πολιόρκησε τον Ακροκόρινθο, καθώς και τα κάστρα της διόδου, που οδηγούσε προς το Ναύπλιο. Πρόκειται για το κάστρο του Αγιονορίου, καθώς και για το φρούριο που είχε χτιστεί στην νότια βραχώδη κορυφή του βουνού Αμπιδίτσα, που έκλεινε την είσοδο της Κλεισούρας από το βορρά και οι κάτοικοι του Αγιονορίου ονομάζουν «Καστράκι». Σήμερα από το «Καστράκι» σώζεται ο κυκλικός πύργος, σε πολύ μικρό ύψος, κατασκευασμένος ίσως από την αρχαιότητα και γύρω του δυο ζώνες τείχους, σχεδόν στα θεμέλια, που φτιάχτηκε στα μεσαιωνικά χρόνια. Σε μικρή απόσταση νοτιοανατολικά από το «Καστράκι» υψώνεται το παλαιό καθολικό της Μονής Φανερωμένης, 13ου αιώνα, με ενδιαφέρουσες βυζαντινές και μεταβυζαντινές τοιχογραφίες. Η μνεία του Νικήτα Χωνιάτη δείχνει με βεβαιότητα ότι στη θέση του σημερινού μικρού κάστρου του Αγιονορίου, υστεροβυζαντινών χρόνων, υπήρξε παλαιότερο κάστρο των κυρίως βυζαντινών χρόνων. Η κατάληψη του Αγιονορίου από τους Φράγκους μνημονεύεται και από το ‘Χρονικό του Μορέως’, που γράφτηκε περισσότερο από έναν αιώνα μετά τα γεγονότα. Εκεί αναφέρεται ότι, όταν ο Βονιφάτιος κατέλαβε την Κόρινθο, έστειλε αντιπροσωπείες στους κατοίκους, με αποτέλεσμα να υποταγεί ολόκληρη η περιοχή από τον Δαμαλά (Αρχαία Τροιζήνα) ως το ‘Άγιο Όρος’, όπως το ονομάζει. Τούτο δείχνει ότι οι δύο τελευταίοι οικισμοί ήταν από τους σπουδαιότερους στη Β. Αργολίδα και ανατολική Κορινθία.
Δε γνωρίζουμε το μέγεθος του μεσοβυζαντινού κάστρου του Αγιονορίου, ούτε και πότε χτίστηκε. Όταν, το 970 μ.Χ., πέρασε ο όσιος Νίκων, δεν γνωρίζουμε άν το βουνό, όπου βρισκόταν πια το χωριό, είχε οχυρωθεί. Ξέρουμε μόνο ότι το σήμερα σωζόμενο μικρό υστεροβυζαντινό κάστρο, που συντηρήθηκε και αναπλάθηκε από την τοπική εφορεία Κορίνθου (έργο ΕΣΠΑ, πρώην 25η ΕΒΑ), ο λεγόμενος από τους κατοίκους «γουλάς», αποτελούσε τον «κουλά», δηλαδή την ακρόπολη του προηγούμενου μεσοβυζαντινού κάστρου. Επομένως υπήρξε και άλλη ευρύτερη ζώνη τείχους, που προστάτευε μέρος των ερειπίων γύρω από την κορυφή του βουνού, αλλά δεν γνωρίζουμε πόση ακριβώς επιφάνεια εκάλυπτε.
Γύρω από το μικρό κάστρο του βουνού υπάρχουν πυκνά ερείπια από εκκλησίες, από τις οποίες μόνο μία είναι ακόμη ακέραιη, εκείνη των ‘Αγίων Αναργύρων’, χτισμένη και εικονογραφημένη το 1325-1326. Έχουν εντοπιστεί 13 ή 14 από αυτές τις εκκλησίες, ερειπωμένες ή ημιερειπωμένες, και ερείπια σπιτιών ή άλλων κτισμάτων. Τα πιο εντυπωσιακά από τα ερείπια βρίσκονται στο βόρειο τμήμα του βουνού, όπου συναντώνται σχεδόν όλα τα μεγαλιθικά κτήρια. Το πιό εντυπωσιακό απ’όλα είναι ο ερειπωμένος ναός του Αγίου Μάρκου, κατασκευασμένος με τεράστιες πέτρες, κοντά στη ΒΔ γωνία του κάστρου, που σύμφωνα με τους καθηγητές Ν. Δρανδάκη και Β. Κατσαρό, μάλλον ανήκει στον 11ο αιώνα. Ανατολικότερα, στο βόρειο τμήμα του κάστρου σώζονται τα θεμέλια του μεγαλύτερου στην περιοχή βυζαντινόυ ναού (των χρόνων των Κομνηνών), διαστάσεων περίπου 7χ13 μ., που θεωρείται ότι αποτελούσε καθολικό Μονής. Την άποψη αυτή ενισχύουν σειρά δωματίων κτηρίου, επίσης μεγαλιθικού, που βρίσκεται ανατολικότερα της εκκλησίας, καθώς και τείχος που την περιβάλλει απ’ τον βορρά και τη δύση. Υπάρχουν στη βόρεια πλευρά του βουνού και θεμέλια άλλων μεγαλιθικών κτισμάτων, όπως και δύο εκκλησιών, του ‘Αγιάννη ψηλού’, βορειότερα του παραπάνω συγκροτήματος και του ‘Αγιάννη Σκουφίτσα΄, ακόμη βορειότερα, δυτικότερα από το οποίο υπάρχουν ερείπια σε σχήμα «Π», μάλλον κατάλοιπα άλλου μοναστηριού. Οι δύο τελευταίες εκκλησίες σώζονταν ώς πρόσφατα και χρονολογούνται στον 12ο αιώνα, μάλλον λίγο πρίν την άφιξη των Φράγκων.
Στις άλλες πλευρές του υψώματος, που είναι πιο ομαλές, (ιδίως η νότια, αλλά και η δυτική και ανατολική, όπου ο ναός των ‘Αγ. Αναργύρων’) χτίστηκε ο κυρίως οικισμός, γύρω από το ‘γουλά’. Στη νότια πλευρά, κοντά ή πολύ κοντά στον ‘γουλά’ υπάρχουν τα θεμέλια ή ερείπια τριών ναών, από τα οποία εκείνα του ‘Αγίου Γεωργίου’ σώζονται σε μεγάλο ύψος (σώζεται και τμήμα της αψίδας). Είναι παλαιολόγειων χρόνων και κατασκευάστηκε λίγο πρίν το ναό των ‘Αγίων Αναργύρων’. Φαίνεται πως απ’ αυτή την πλευρά, τα μνημεία είναι μεταγενέστερα από εκείνα της βορεινής. Γενικά όλα τα ερείπια, κάστρο, εκκλησίες, τοίχοι, κ.λπ., δίνουν την εντύπωση ότι συμβάλλουν στην οχυρότητα της θέσης.
Το 1212 το Αγιονόρι εμφανίζεται σε επιστολή του πάπα Ιννοκεντίου του Δ’, ως ‘Enoria’ (Ενόριον), μαζί με άλλες 12 κώμες της περιοχής Κορίνθου, και το 1292 σε ανδηγαβικό έγγραφο ως ‘Aynori’ (Αϊνόρι). Ως ‘Ainori’ (Αϊνόρι) εμφανίζεται επανειλλημένα το 1365, σε έγγραφα εσόδων της Καστελλανίας της Κορίνθου ,της οικογένειας Acciaiuoli, υπάγεται όμως στο κάστρο του Αγίου Βασιλείου, πού τότε αποτελούσε το κέντρο των περιοχών Κλεωνών – Τενέας, όπου μαζεύονταν οι σοδειές του Φράγκου φεουδάρχη, υποσκελίζοντας το Αγιονόρι. Στο τουρκικό κατάστιχο του 1461, ο οικισμός καλείται ‘Αγιονόρι’, ονομασία που θυμίζει το ‘Άγιον Όρος’ του «Χρονικού του Μορέως», έργο που γράφτηκε στις αρχές του 14ου αιώνα, περιγράφει όμως τα γεγονότα του ερχομού των Φράγκων εκατό και παραπάνω χρόνια νωρίτερα. Φαίνεται, λοιπόν, πως από ‘Ενόριον’ η ονομασία εξελίχθηκε σε ‘Αϊνόρι – Αγινόρι’ και ΄Άγιον Όρος΄. Η τελευταία ονομασία θα προήλθε προφανώς από τα εκεί υπάρχοντα μοναστικά ιδρύματα και πρέπει να έιναι λαϊκή, όχι θεσμοθετημένη από το κράτος. Η σπουδαιότητα, πάντως, των εκεί μοναστηριών πρέπει να ήταν μεγάλη (λόγω της σημασίας του δρόμου της Κοντοπορείας και της Κλεισούρας) ήδη από τον 12ο αιώνα, όταν κατασκευάζονταν τέτοιου είδους μοναστήρια (π.χ. του οσίου Μελετίου), και να συνεχίστηκε και επί Φραγκοκρατίας, αφού στα έγγραφα των Acciaiuoli μνημονεύονται «τοξότες της Εκκλησίας» του Αγιονορίου. Τούτο δείχνει ότι οι οχυρώσεις βρίσκονταν στα χέρια της λατινικής Εκκλησίας, που θα οικειοποιήθηκε τα μοναστήρια, όπως έκανε και με πολλά άλλα βυζαντινά μοναστικά ιδρύματα.
Στις αρχές της Τουρκοκρατίας ιδρύθηκε και το Στεφάνι (ίσως από κατοίκους του Αγίου Βασιλείου), οικισμός που άκμασε κατά τους επόμενους αιώνες, όπως δείχνουν τα μεταβυζαντινά του μνημεία με σπουδαιότερα τον ‘Άγιο Ταξιάρχη’ με τοιχογραφίες του 1565 του Θεοδόσιου Κακαβά, τον ‘Άγιο Αθανάσιο’ και την ‘Παναγία’ στο κέντρο του χωριού που εικονογραφήθηκε το 1694 από τον ιερέα Ιωάννη Ρίτζη. Ο ‘Άγιος Ταξιάρχης’ αποτέλεσε και καθολικό Μονής, που αργότερα μεταφέρθηκε στο μετόχι του ‘Αγίου Δημητρίου’, σε μικρή απόσταση νότια του Στεφανίου. Η μονή του ‘Αγίου Δημητρίου’ άκμασε κατά τον 18ο και 19ο αιώνα και επιβιώνει ως σήμερα, ανανεωμένη. Αγιονόρι και Στεφάνι αποτέλεσαν τους δύο ακμαίους οικισμούς, στα δύσκολα χρόνια της τουρκικής κυριαρχίας, όπου ζούσαν τουλάχιστο τα ¾ του πληθυσμού του τ. Δήμου Τενέας. Το Αγιονόρι ήταν ο μεγαλύτερος οικισμός της παραπάνω περιοχής και εξηγείται η μεγάλη του ακμή κατά την κυρίως βυζαντινή περίοδο, όταν ήταν ο μόνος ορεινός οικισμός (με τις γειτονιές του, στις παρυφές της κοιλάδας και τον μικρό οικισμό ‘Μπρός χώρα’, νοτιότερα, κοντά στο δρόμο προς τις Λίμνες).
Σήμερα, το Αγιονόρι και η περιοχή γύρω του αποτελεί ελκυστικό τόπο για τον επισκέπτη. Πρίν φθάσει κανείς στην Κλεισούρα, μπορεί από το Χιλιομόδι να κατευθυνθεί ανατολικά και να επισκεφθεί τη νέα ‘Μονή Φανερωμένης’, όπου και η μικρή μεταβυζαντινή εκκλησία της ‘Αγίας Μαρίνας’, εικονογραφημένη από τον Δημήτριο Κακαβά το έτος 1607, και, λίγο νοτιότερα, το παλιό βυζαντινό καθολικό της Μονής, όπου ανασκαφές έχουν αποκαλύψει και μεγάλο μέρος των βοηθητικών χώρων του μοναστηριού. Από το Χιλιομόδι, μπορεί να επισκεφθεί το χώρο που εκτείνεται ώς την Κλένια όπου βρισκόταν η αρχαία Τενέα, που σιγά – σιγά αποκαλύπτεται από τις ανασκαφές που, καθώς αναφέραμε γίνοται εκεί. Από την Κλένια, γνωστή τελευταία από τους δίδυμους Κούρους της Τενέας, που βρέθηκαν στο έδαφός της, μπορεί να κατευθυνθεί δυτικά, φθάνοντας στο βυζαντινό ναό του ‘Αγίου Νικολάου’, κοντά στο χωριό, καλοχτισμένο μνημείο, όπου σώζονται ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες και στη συνέχεια στον ομώνυμο μεταβυζαντινό ναό (σήμερα Αγ. Παντελεήμονος) σε μικρό πρόβουνο της ‘Νυφίτσας’, με εξαιρετική θέα. Ο ναός εικονογραφήθηκε το 1593 από τον Μαρίνο Κακαβά σε συνεργασία με τον αδερφό του Δημήτριο. Βγαίνοντας από την Κλένια στην πλαγιά, νοτιότερα, όπου η ‘Πάνω Κλένια’ υψώνεται η ‘Παναγία η Μουσκουφίτσα’ (έτος 1801), όπου έγινε η «μάχη της Κλένιας», μετά την μεγάλη καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια και το Αγιονόρι.
Μπαίνοντας στην Κλεισούρα ο επισκέπτης θα δεί το μεγάλο βράχο, όπου βρίσκεται το ‘Καστράκι’, στην κορυφή του βουνού ‘Αμπιδίτσα’, και περνώντας από το στενό τμήμα, όπου το βυζαντινό κάστρο, θα καταλάβει τη δύσκολη θέση στην οποία βρέθηκε ο Δράμαλης, αφού ακόμη και γυναίκες από το Αγιονόρι κυλούσαν πέτρες, όταν ο στρατός του άρχισε να περνάει από το στενό. Στην κορυφή του βουνού το σύνολο των ερειπίων του είναι, όπως είδαμε, πολύ ενδιαφέρων, που σε συνδυασμό με το όνομά του, κάνει το Αγιονόρι πράγματι μοναδικό. Σ’αυτά πρέπει να προσθέσουμε και τα μεταβυζαντινά του μνημεία (κυρίως της ‘Παναγίας’ στο κέντρο του χωριού και του Αγίου Αθανασίου), σε συνδυασμό με εκείνα του Στεφανίου (στο τελευταίο υπάρχει και το παλιό αστεροσκοπείο), αλλά και τη λαϊκή αρχιτεκτονική, σε όσα σπίτια απέμειναν όπως και τα εκθέματα στο σχολείο του Στεφανίου από τον εκεί δραστήριο Πολιτιστικό Σύλλογο. Σε όλα αυτά συνέβαλε ο δήμος και βέβαια η αρχαιολογική εφορία που αποκατέστησε το κάστρο του Αγιονορίου και έρχεται αρωγός στις πολιτιστικές προσπάθειες.
Τελειώνοντας σημειώνουμε ότι η πρόσβαση στον ευρύτερο χώρο είναι πολύ εύκολη (δρόμος ασφαλτοστρωμένος και ύπαρξη ταβερνών και ανέσεων), ώστε ο επισκέπτης να απολαμβάνει το τερπνόν μετά του ωφελίμου, σε μικρό σχετικά χρόνο, αφού η απόσταση από την Κόρινθο είναι γύρω στη μισή ώρα.
Τα παραπάνω χωριά της νότιας Κορινθίας, Άγιος Βασίλειος, Χιλιομόδι, Κλένια, Αγιονόρι και Στεφάνι ανήκουν σήμερα στο δήμο Κορίνθου, ενώ λίγο παλαιότερα υπάγονταν στο δήμο Τενέας. Όταν, μετά την απελευθέρωση, ιδρύθηκαν στη χώρα οι πρώτοι δήμοι, το Αγιονόρι με τα γύρω χωριά αποτέλεσε ξεχωριστό δήμο, ύστερα όμως υπήχθη στον ευρύτερο δήμο Κλεωνών, με έδρα το Χιλιομόδι, όπου, μετά το 1830 είχαν κατέβει οι περισσότεροι Αγιονορίτες. Οι Κλεωνές ήταν ανεξάρτητη αρχαία πόλη στον κάμπο του Αγίου Βασιλείου, θέση που σήμερα ανήκει στο χωριό Κοντόσταυλος. Από τα ερείπιά της το πιο σημαντικό είναι ο ναός του Ηρακλέους.
Στην αρχαιότητα στην εύφορη περιοχή πριν από την Κλεισούρα του Αγιονορίου ως τις παρυφές της πεδιάδας των Κλεωνών, όπου σήμερα φύονται κυρίως ελιές και οπωροφόρα και βρίσκονται τα χωριά Χιλιομόδι και Κλένια, εκτεινόταν η σημαντική πόλη της Τενέας, της οποίας κατάλοιπα εντοπίζονται στο χώρο ανάμεσα στα δύο χωριά. Υπαγόταν στην Κορινθία και η παράδοση, που αναφέρουν ο Στράβων και Παυσανίας, θέλει τους κατοίκους της Τρώες, που μετέφερε ο Αγαμέμνονας από την Τένεδο, πράγμα που εξηγεί γιατί ο θεός που κυρίως λάτρευαν ήταν ο Απόλλωνας. Από την αρχαία πόλη δε σώθηκε σχεδόν τίποτε, πέρα από ορισμένους τάφους σκαλισμένους σε βράχους στη θέση ‘Βουνό’ της Κλένιας και όσους τάφους βρίσκονται τυχαία στην πεδιάδα. Μεγάλη ανακάλυψη θεωρείται η εύρεση των δύο δίδυμων Κούρων στον Ξερόκαμπο της Κλένιας, σε νεκροταφείο που ανέσκαψε η Εφορία Αρχαιοτήτων. Ως τώρα ήταν γνωστός ο Κούρος της Τενέας, που βρέθηκε στ’ Αθίκια (περιοχή που υπαγόταν στην Τενεάτιδα) και βρίσκεται στο Μόναχο. Οι δίδυμοι Κούροι εκτίθενται σήμερα στο μουσείο της Κορίνθου. Τα τελευταία χρόνια στο χώρο της Τενέας κάνει ανασκαφές (στην περιοχή που ανήκει στο Χιλιομόδι) η Εφορία Αρχαιοτήτων, φέρνοντας στο φώς ενδιαφέροντα ερείπια (π.χ. λουτρό), στην περιοχή Νταμάρια Χιλιομοδίου, θέση κοντά στο ‘Παλιό Σχολείο’, όπου προφανώς εκτεινόταν το σπουδαιότερο τμήμα της πόλης.
Η Τενέα ήταν μια ακμαία, με τα μέτρα της εποχής, πόλη και κατά την πρωτοβυζαντινή εποχή (4ος-6ος αι.), ύστερα όμως χάνονται τα ίχνη της. Κοντά της, ένα περίπου χιλιόμετρο νοτιοδυτικά της, το μεσαίωνα μαρτυρείται η κώμη Κλέννα (σημερ. Κλένια), όπου και σώζεται ως σήμερα ο ενδιαφέρων σταυρεπίστεγος βυζαντινός ναός του Αγίου Νικολάου (13ος αι.). Η σημαντικότερη όμως κώμη στα μεσαιωνικά χρόνια θα είναι το Αγιονόρι, όπου, φαίνεται, ότι απεσύρθη μεγάλο μέρος των κατοίκων της Τενέας, κατά τους σκοτεινούς αιώνες των σλαβικών επιδρομών. Το Αγιονόρι μελετήθηκε τελευταία σε δύο επιστημονικές συναντήσεις που έγιναν επιτόπου και στην Κόρινθο το 1986 και το 2001, των οποίων τα πρακτικά δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Ιστοριογεωγραφικά», ‘Τόμοι 2ος και 13ος-15ος’. Στην κοιλάδα που σχηματίζεται δυτικά του Αγιονορίου, στη θέση Δραγατούρα υψωνόταν μεγάλος ελληνιστικός πύργος του 3ου αι. π.Χ., μάλλον φυλάκειο, ακριβώς δίπλα στην Κοντοπορεία, όπου υπήρξε και μικρός τειχισμένος οικισμός. Στις εκκλησίες της μικρής κοιλάδας και στα παρακείμενα χωράφια διασώζονταν αρχιτεκτονικά μέλη και σκορπισμένα κεραμικά.
Το Αγιονόρι εμφανίζεται για πρώτη φορά στις μεσαιωνικές πηγές με το όνομα ‘Ενόριον’, μνημονευόμενο στον Βίο του Οσίου Νίκωνα του «Μετανοείτε». Ο Όσιος πέρασε από εκεί, ακολουθώντας την Κοντοπορεία, και δίδαξε στο Ενόριο. Στο Βίο ο συγγραφέας τονίζει τον αγροτικό του χαρακτήρα. Είναι βέβαιο ότι το χωριό βρισκόταν στη θέση όπου περίπου βρίσκεται σήμερα, δηλαδή στη θέση όπου βρίσκεται το κάστρο, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι ο Όσιος, φεύγοντας από το Αγιονόρι πρίν φθάσει στην παρακείμενη κοιλάδα (όπου και έγινε θαύμα, περπατώντας στον αέρα), είχαν περάσει με το σύνοδό του κατωφερές έδαφος. Οι λίγοι κάτοικοι λοιπόν της Δραγατούρας φαίνεται πως είχαν ανέβει στο παρακείμενο βουνό, που δεσπόζει στην έξοδο της Κλεισούρας. Είναι πολύ πιθανό οι κάτοικοι να μετέφεραν τον οικισμό του βουνού και το όνομα Ενόριον, αν πράγματι ονομαζόταν έτσι ο οικισμός της Δραγατούρας. Όμως, όντας κατά τον 10ο αιώνα ο οικισμός του βουνού ένα κεφαλοχώρι, στο οποίο παρέμεινε και δίδαξε ο Νίκων, είναι αναγκαίο να υποθέσουμε ότι είχαν αποτραβηχτεί στο ορεινό αυτό μέρος και πολλοί κάτοικοι της Τενέας.
Δεν είναι βέβαιο αν κατά την εποχή που πέρασε από το ‘Ενόριον’ ο Νίκων υπήρξαν σπίτια και στις βόρειες παρυφές της κοιλάδας, στο ανηφορικό έδαφος της θέσης ‘Φραντζή’, στους πρόποδες της Νυφίτσας, όπου υπήρξε η ομώνυμη πηγή και σώζονται τα ερείπια της βυζαντινής εκκλησίας της Παναγίας. Εκεί η παράδοση θέλει το μεγαλύτερο τμήμα του οικισμού και φαίνεται πως τούτο ισχύει για τον 12ο τουλάχιστο αιώνα, αν μάλιστα η πόλη Hadjiria, που ο Άραβας γεωγράφος Edrisi τοποθετεί στο δρόμο από Ναύπλιο προς Ισθμό (γύρω στα μέσα του 12ου αιώνα), ταυτιστεί με το Αγιονόρι. Ερείπια σπιτιών υπάρχουν και στη θέση ‘Βορούλια’ στο νοτιοανατολικό τμήμα της κοιλάδας, κάτι που δείχνει ότι το Αγιονόρι είχε εξελιχθεί σε σημαντικό κέντρο.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η μνεία του βυζαντινού ιστορικού Νικήτα Χωνιάτη, ότι, το 1205, αμέσως μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους, ο Βονιφάτιος κατέλαβε την πόλη της Κορίνθου και πολιόρκησε τον Ακροκόρινθο, καθώς και τα κάστρα της διόδου, που οδηγούσε προς το Ναύπλιο. Πρόκειται για το κάστρο του Αγιονορίου, καθώς και για το φρούριο που είχε χτιστεί στην νότια βραχώδη κορυφή του βουνού Αμπιδίτσα, που έκλεινε την είσοδο της Κλεισούρας από το βορρά και οι κάτοικοι του Αγιονορίου ονομάζουν «Καστράκι». Σήμερα από το «Καστράκι» σώζεται ο κυκλικός πύργος, σε πολύ μικρό ύψος, κατασκευασμένος ίσως από την αρχαιότητα και γύρω του δυο ζώνες τείχους, σχεδόν στα θεμέλια, που φτιάχτηκε στα μεσαιωνικά χρόνια. Σε μικρή απόσταση νοτιοανατολικά από το «Καστράκι» υψώνεται το παλαιό καθολικό της Μονής Φανερωμένης, 13ου αιώνα, με ενδιαφέρουσες βυζαντινές και μεταβυζαντινές τοιχογραφίες. Η μνεία του Νικήτα Χωνιάτη δείχνει με βεβαιότητα ότι στη θέση του σημερινού μικρού κάστρου του Αγιονορίου, υστεροβυζαντινών χρόνων, υπήρξε παλαιότερο κάστρο των κυρίως βυζαντινών χρόνων. Η κατάληψη του Αγιονορίου από τους Φράγκους μνημονεύεται και από το ‘Χρονικό του Μορέως’, που γράφτηκε περισσότερο από έναν αιώνα μετά τα γεγονότα. Εκεί αναφέρεται ότι, όταν ο Βονιφάτιος κατέλαβε την Κόρινθο, έστειλε αντιπροσωπείες στους κατοίκους, με αποτέλεσμα να υποταγεί ολόκληρη η περιοχή από τον Δαμαλά (Αρχαία Τροιζήνα) ως το ‘Άγιο Όρος’, όπως το ονομάζει. Τούτο δείχνει ότι οι δύο τελευταίοι οικισμοί ήταν από τους σπουδαιότερους στη Β. Αργολίδα και ανατολική Κορινθία.
Δε γνωρίζουμε το μέγεθος του μεσοβυζαντινού κάστρου του Αγιονορίου, ούτε και πότε χτίστηκε. Όταν, το 970 μ.Χ., πέρασε ο όσιος Νίκων, δεν γνωρίζουμε άν το βουνό, όπου βρισκόταν πια το χωριό, είχε οχυρωθεί. Ξέρουμε μόνο ότι το σήμερα σωζόμενο μικρό υστεροβυζαντινό κάστρο, που συντηρήθηκε και αναπλάθηκε από την τοπική εφορεία Κορίνθου (έργο ΕΣΠΑ, πρώην 25η ΕΒΑ), ο λεγόμενος από τους κατοίκους «γουλάς», αποτελούσε τον «κουλά», δηλαδή την ακρόπολη του προηγούμενου μεσοβυζαντινού κάστρου. Επομένως υπήρξε και άλλη ευρύτερη ζώνη τείχους, που προστάτευε μέρος των ερειπίων γύρω από την κορυφή του βουνού, αλλά δεν γνωρίζουμε πόση ακριβώς επιφάνεια εκάλυπτε.
Γύρω από το μικρό κάστρο του βουνού υπάρχουν πυκνά ερείπια από εκκλησίες, από τις οποίες μόνο μία είναι ακόμη ακέραιη, εκείνη των ‘Αγίων Αναργύρων’, χτισμένη και εικονογραφημένη το 1325-1326. Έχουν εντοπιστεί 13 ή 14 από αυτές τις εκκλησίες, ερειπωμένες ή ημιερειπωμένες, και ερείπια σπιτιών ή άλλων κτισμάτων. Τα πιο εντυπωσιακά από τα ερείπια βρίσκονται στο βόρειο τμήμα του βουνού, όπου συναντώνται σχεδόν όλα τα μεγαλιθικά κτήρια. Το πιό εντυπωσιακό απ’όλα είναι ο ερειπωμένος ναός του Αγίου Μάρκου, κατασκευασμένος με τεράστιες πέτρες, κοντά στη ΒΔ γωνία του κάστρου, που σύμφωνα με τους καθηγητές Ν. Δρανδάκη και Β. Κατσαρό, μάλλον ανήκει στον 11ο αιώνα. Ανατολικότερα, στο βόρειο τμήμα του κάστρου σώζονται τα θεμέλια του μεγαλύτερου στην περιοχή βυζαντινόυ ναού (των χρόνων των Κομνηνών), διαστάσεων περίπου 7χ13 μ., που θεωρείται ότι αποτελούσε καθολικό Μονής. Την άποψη αυτή ενισχύουν σειρά δωματίων κτηρίου, επίσης μεγαλιθικού, που βρίσκεται ανατολικότερα της εκκλησίας, καθώς και τείχος που την περιβάλλει απ’ τον βορρά και τη δύση. Υπάρχουν στη βόρεια πλευρά του βουνού και θεμέλια άλλων μεγαλιθικών κτισμάτων, όπως και δύο εκκλησιών, του ‘Αγιάννη ψηλού’, βορειότερα του παραπάνω συγκροτήματος και του ‘Αγιάννη Σκουφίτσα΄, ακόμη βορειότερα, δυτικότερα από το οποίο υπάρχουν ερείπια σε σχήμα «Π», μάλλον κατάλοιπα άλλου μοναστηριού. Οι δύο τελευταίες εκκλησίες σώζονταν ώς πρόσφατα και χρονολογούνται στον 12ο αιώνα, μάλλον λίγο πρίν την άφιξη των Φράγκων.
Στις άλλες πλευρές του υψώματος, που είναι πιο ομαλές, (ιδίως η νότια, αλλά και η δυτική και ανατολική, όπου ο ναός των ‘Αγ. Αναργύρων’) χτίστηκε ο κυρίως οικισμός, γύρω από το ‘γουλά’. Στη νότια πλευρά, κοντά ή πολύ κοντά στον ‘γουλά’ υπάρχουν τα θεμέλια ή ερείπια τριών ναών, από τα οποία εκείνα του ‘Αγίου Γεωργίου’ σώζονται σε μεγάλο ύψος (σώζεται και τμήμα της αψίδας). Είναι παλαιολόγειων χρόνων και κατασκευάστηκε λίγο πρίν το ναό των ‘Αγίων Αναργύρων’. Φαίνεται πως απ’ αυτή την πλευρά, τα μνημεία είναι μεταγενέστερα από εκείνα της βορεινής. Γενικά όλα τα ερείπια, κάστρο, εκκλησίες, τοίχοι, κ.λπ., δίνουν την εντύπωση ότι συμβάλλουν στην οχυρότητα της θέσης.
Το 1212 το Αγιονόρι εμφανίζεται σε επιστολή του πάπα Ιννοκεντίου του Δ’, ως ‘Enoria’ (Ενόριον), μαζί με άλλες 12 κώμες της περιοχής Κορίνθου, και το 1292 σε ανδηγαβικό έγγραφο ως ‘Aynori’ (Αϊνόρι). Ως ‘Ainori’ (Αϊνόρι) εμφανίζεται επανειλλημένα το 1365, σε έγγραφα εσόδων της Καστελλανίας της Κορίνθου ,της οικογένειας Acciaiuoli, υπάγεται όμως στο κάστρο του Αγίου Βασιλείου, πού τότε αποτελούσε το κέντρο των περιοχών Κλεωνών – Τενέας, όπου μαζεύονταν οι σοδειές του Φράγκου φεουδάρχη, υποσκελίζοντας το Αγιονόρι. Στο τουρκικό κατάστιχο του 1461, ο οικισμός καλείται ‘Αγιονόρι’, ονομασία που θυμίζει το ‘Άγιον Όρος’ του «Χρονικού του Μορέως», έργο που γράφτηκε στις αρχές του 14ου αιώνα, περιγράφει όμως τα γεγονότα του ερχομού των Φράγκων εκατό και παραπάνω χρόνια νωρίτερα. Φαίνεται, λοιπόν, πως από ‘Ενόριον’ η ονομασία εξελίχθηκε σε ‘Αϊνόρι – Αγινόρι’ και ΄Άγιον Όρος΄. Η τελευταία ονομασία θα προήλθε προφανώς από τα εκεί υπάρχοντα μοναστικά ιδρύματα και πρέπει να έιναι λαϊκή, όχι θεσμοθετημένη από το κράτος. Η σπουδαιότητα, πάντως, των εκεί μοναστηριών πρέπει να ήταν μεγάλη (λόγω της σημασίας του δρόμου της Κοντοπορείας και της Κλεισούρας) ήδη από τον 12ο αιώνα, όταν κατασκευάζονταν τέτοιου είδους μοναστήρια (π.χ. του οσίου Μελετίου), και να συνεχίστηκε και επί Φραγκοκρατίας, αφού στα έγγραφα των Acciaiuoli μνημονεύονται «τοξότες της Εκκλησίας» του Αγιονορίου. Τούτο δείχνει ότι οι οχυρώσεις βρίσκονταν στα χέρια της λατινικής Εκκλησίας, που θα οικειοποιήθηκε τα μοναστήρια, όπως έκανε και με πολλά άλλα βυζαντινά μοναστικά ιδρύματα.
Στις αρχές της Τουρκοκρατίας ιδρύθηκε και το Στεφάνι (ίσως από κατοίκους του Αγίου Βασιλείου), οικισμός που άκμασε κατά τους επόμενους αιώνες, όπως δείχνουν τα μεταβυζαντινά του μνημεία με σπουδαιότερα τον ‘Άγιο Ταξιάρχη’ με τοιχογραφίες του 1565 του Θεοδόσιου Κακαβά, τον ‘Άγιο Αθανάσιο’ και την ‘Παναγία’ στο κέντρο του χωριού που εικονογραφήθηκε το 1694 από τον ιερέα Ιωάννη Ρίτζη. Ο ‘Άγιος Ταξιάρχης’ αποτέλεσε και καθολικό Μονής, που αργότερα μεταφέρθηκε στο μετόχι του ‘Αγίου Δημητρίου’, σε μικρή απόσταση νότια του Στεφανίου. Η μονή του ‘Αγίου Δημητρίου’ άκμασε κατά τον 18ο και 19ο αιώνα και επιβιώνει ως σήμερα, ανανεωμένη. Αγιονόρι και Στεφάνι αποτέλεσαν τους δύο ακμαίους οικισμούς, στα δύσκολα χρόνια της τουρκικής κυριαρχίας, όπου ζούσαν τουλάχιστο τα ¾ του πληθυσμού του τ. Δήμου Τενέας. Το Αγιονόρι ήταν ο μεγαλύτερος οικισμός της παραπάνω περιοχής και εξηγείται η μεγάλη του ακμή κατά την κυρίως βυζαντινή περίοδο, όταν ήταν ο μόνος ορεινός οικισμός (με τις γειτονιές του, στις παρυφές της κοιλάδας και τον μικρό οικισμό ‘Μπρός χώρα’, νοτιότερα, κοντά στο δρόμο προς τις Λίμνες).
Σήμερα, το Αγιονόρι και η περιοχή γύρω του αποτελεί ελκυστικό τόπο για τον επισκέπτη. Πρίν φθάσει κανείς στην Κλεισούρα, μπορεί από το Χιλιομόδι να κατευθυνθεί ανατολικά και να επισκεφθεί τη νέα ‘Μονή Φανερωμένης’, όπου και η μικρή μεταβυζαντινή εκκλησία της ‘Αγίας Μαρίνας’, εικονογραφημένη από τον Δημήτριο Κακαβά το έτος 1607, και, λίγο νοτιότερα, το παλιό βυζαντινό καθολικό της Μονής, όπου ανασκαφές έχουν αποκαλύψει και μεγάλο μέρος των βοηθητικών χώρων του μοναστηριού. Από το Χιλιομόδι, μπορεί να επισκεφθεί το χώρο που εκτείνεται ώς την Κλένια όπου βρισκόταν η αρχαία Τενέα, που σιγά – σιγά αποκαλύπτεται από τις ανασκαφές που, καθώς αναφέραμε γίνοται εκεί. Από την Κλένια, γνωστή τελευταία από τους δίδυμους Κούρους της Τενέας, που βρέθηκαν στο έδαφός της, μπορεί να κατευθυνθεί δυτικά, φθάνοντας στο βυζαντινό ναό του ‘Αγίου Νικολάου’, κοντά στο χωριό, καλοχτισμένο μνημείο, όπου σώζονται ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες και στη συνέχεια στον ομώνυμο μεταβυζαντινό ναό (σήμερα Αγ. Παντελεήμονος) σε μικρό πρόβουνο της ‘Νυφίτσας’, με εξαιρετική θέα. Ο ναός εικονογραφήθηκε το 1593 από τον Μαρίνο Κακαβά σε συνεργασία με τον αδερφό του Δημήτριο. Βγαίνοντας από την Κλένια στην πλαγιά, νοτιότερα, όπου η ‘Πάνω Κλένια’ υψώνεται η ‘Παναγία η Μουσκουφίτσα’ (έτος 1801), όπου έγινε η «μάχη της Κλένιας», μετά την μεγάλη καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια και το Αγιονόρι.
Μπαίνοντας στην Κλεισούρα ο επισκέπτης θα δεί το μεγάλο βράχο, όπου βρίσκεται το ‘Καστράκι’, στην κορυφή του βουνού ‘Αμπιδίτσα’, και περνώντας από το στενό τμήμα, όπου το βυζαντινό κάστρο, θα καταλάβει τη δύσκολη θέση στην οποία βρέθηκε ο Δράμαλης, αφού ακόμη και γυναίκες από το Αγιονόρι κυλούσαν πέτρες, όταν ο στρατός του άρχισε να περνάει από το στενό. Στην κορυφή του βουνού το σύνολο των ερειπίων του είναι, όπως είδαμε, πολύ ενδιαφέρων, που σε συνδυασμό με το όνομά του, κάνει το Αγιονόρι πράγματι μοναδικό. Σ’αυτά πρέπει να προσθέσουμε και τα μεταβυζαντινά του μνημεία (κυρίως της ‘Παναγίας’ στο κέντρο του χωριού και του Αγίου Αθανασίου), σε συνδυασμό με εκείνα του Στεφανίου (στο τελευταίο υπάρχει και το παλιό αστεροσκοπείο), αλλά και τη λαϊκή αρχιτεκτονική, σε όσα σπίτια απέμειναν όπως και τα εκθέματα στο σχολείο του Στεφανίου από τον εκεί δραστήριο Πολιτιστικό Σύλλογο. Σε όλα αυτά συνέβαλε ο δήμος και βέβαια η αρχαιολογική εφορία που αποκατέστησε το κάστρο του Αγιονορίου και έρχεται αρωγός στις πολιτιστικές προσπάθειες.
Τελειώνοντας σημειώνουμε ότι η πρόσβαση στον ευρύτερο χώρο είναι πολύ εύκολη (δρόμος ασφαλτοστρωμένος και ύπαρξη ταβερνών και ανέσεων), ώστε ο επισκέπτης να απολαμβάνει το τερπνόν μετά του ωφελίμου, σε μικρό σχετικά χρόνο, αφού η απόσταση από την Κόρινθο είναι γύρω στη μισή ώρα.
Πηγή: www.protothema.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου