Ο Τζοακίνο Ροσσίνι (Gioachino Rossini), γεννήθηκε στις 29 Φεβρουαρίου 1792 σε μια μικρή λουτρόπολη των Μάρκε, στην Αδριατική, το Πέζαρο. Είχε γενέθλια κάθε τέσσερα χρόνια, κάθε δίσεκτο… Ο πατέρας του έπαιζε κόρνο και η μητέρα του ήταν σοπράνο. Ο Ροσσίνι παρουσιάζει την πρώτη του Όπερα σε ηλικία 18 ετών στο Teatro S Moisé στην Βενετία (La Cambiale di Matrimonio).
Η πρώτη μεγάλη επιτυχία έρχεται δύο χρόνια μετά με την Όπερα La Pietra del Paragone που παρουσιάζεται στην Σκάλα του Μιλάνου 53 φορές μέσα σε μια σαιζόν (1812)! Τον επόμενο χρόνο έρχεται η επιτυχία του Tancredi στο περίφημο Teatro la Fenice της Βενετίας. Στη Ρώμη, Teatro Argentina, θα ανεβάσει το 1816 και 1817 τα δύο πιο διάσημα έργα του «Ο Κουρέας της Σεβίλλης» και «Η Σταχτοπούτα» που τον καθιερώνουν ως τον μεγαλύτερο συνθέτη της Opera Buffa.
Μέχρι τα 30 του (1822) έχει γράψει τις 32 από τις 39 Όπερές του, ενώ η τελευταία είναι ο περίφημος «Γουλιέλμος Τέλλος» που ανεβάζει στο Παρίσι το 1829, ένα έργο μισόν αιώνα μπροστά από την εποχή του. Γίνεται διάσημος και εγκαθίσταται στην πρωτεύουσα του πολιτισμού, στο Παρίσι.
Ο μεγάλος συγγραφέας Σταντάλ (1783-1842) αναφέρει στο έργο του «Η ζωή του Ροσσίνι»:«Μετά το θάνατο του Ναπολέοντα, βρέθηκε ένας άλλος άνδρας για τον οποίο ακούει κανείς καθημερινά, στη Μόσχα όπως και στη Νάπολη, στο Λονδίνο όπως και στη Βιέννη, στο Παρίσι όπως και στην Καλκούτα».
Η «Πολιορκία της Κορίνθου» (Le Siège de Corinthe), είναι μακράν το μεγαλύτερο σε μέγεθος και επιτυχία Φιλελληνικό μουσικό έργο. Ο Ροσσίνι, ενθουσιασμένος από τον αγώνα των Ελλήνων, αλλά και την προσπάθεια των Φιλελληνικών Επιτροπών, την τέχνη του Ντελακρουά και τα κείμενα του Σατωμπριάν, αποφασίζει να συμβάλλει στην συλλογή χρημάτων των Επιτροπών. Μετασκευάζει το παλιότερο έργο του «Maometto Secondo» (1820)[1], κατακλέβοντας την μουσική, αλλά και κάποιο μικρό μέρος του κειμένου που είχε γράψει ο Cesare della Valle, Κόμης του Βεντινιάνο, αφού πάνω στο έργο του δούλεψαν το νέο λιμπρέτο οι Luigi Balocchi και Alexandre Soumet.
Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Όπερα των Παρισίων, στις 9 Οκτωβρίου 1826, στα γαλλικά με ιδιαίτερη επιτυχία και τα μεγάλα έσοδα δόθηκαν για την ενίσχυση του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων. Ήταν το πρώτο Live-Aid concert στην Ιστορία. Μόνο σε μια μέρα συγκεντρώθηκαν 30.000 φράγκα της εποχής (περίπου 100.000€), όσο ήταν το ετήσιο εισόδημα ενός πλούσιου Παριζιάνου.
Η όπερα μεταφράσθηκε στα Ιταλικά από τον Καλίστο Μπάσσι και παρουσιάστηκε το 1827 στη Βαρκελώνη σε συναυλιακή μορφή, ενώ η πρώτη σκηνική της παρουσίαση έγινε στην Πάρμα στις 26 Ιανουαρίου 1828 με τίτλο L’Assedio di Corinto, και στην Γένοβα στις 7 Ιουνίου του ίδιου έτους. Τις πρόβες μάλιστα επιμελήθηκε ο ίδιος ο Ντονιτσέττι, o οποίος έγραψε και μια άρια για την παράσταση στη Γένοβα η οποία έγινε ιδιαίτερα αγαπητή στο κοινό της εποχής και έκανε ακόμα πιο διάσημη την όπερα του Ροσσίνι.
Το 1827 ανέβηκε επίσης σε Βρυξέλλες και Βουδαπέστη. Το 1830 στην Αγία Πετρούπολη, το 1831 στην Βιέννη και το 1835 στην Νέα Υόρκη! Για 30 χρόνια και πλέον ήταν δημοφιλές σε όλα τα μεγάλα θέατρα Όπερας και μετά έπεσε σε λήθη. Ξανανέβηκε το 1949 στην Φλωρεντία με την Ρενάτα Τεμπάλντι στον κύριο ρόλο. Για τα 100 χρόνια από τον θάνατο του Ροσσίνι, το 1969, δόθηκε μια περίφημη παράσταση στην Σκάλα του Μιλάνου, με την περίφημη Beverly Sills.
Η πανελλήνια πρώτη του έργου δόθηκε στην Εθνική Λυρική Σκηνή μόλις μετά από 167 χρόνια, τον Ιανουάριο του 1993 ύστερα από επίμονη πρόταση μου, ως Γενικού Γραμματέα του ΔΣ, αφού αντιμετώπισα αντιρρήσεις για την αμφίβολη … εισπρακτική επιτυχία! Η παράσταση ανέβηκε με μεγάλη επιτυχία σε σκηνοθεσία Mario Corradi, σκηνικά και κοστούμια Νίκου Πετρόπουλου. Ήταν η πρώτη φορά που το διεθνούς φήμης ειδικευμένο Γαλλικό περιοδικό Opera International αφιέρωσε δύο σελίδες στην Εθνική Λυρική Σκηνή. [2]
Το κείμενο εμπνέεται από το μείζον γεγονός του Αγώνα που ήταν η Τρίτη Πολιορκία του Μεσολογγίου και η ηρωική έξοδος. Καθοριστική για την επίδραση της κοινής γνώμης της Δύσης υπέρ των Ελλήνων.
Ο κριτικός Σ. Λακρετέιγ ήταν σαφής ως προς το πραγματικό νόημα του λιμπρέτου:
«Αυτή η όπερα περιέχει αναφορές στον πόλεμο των Ελλήνων και κυρίως στους Έλληνες του Μεσολογγίου, στοιχεία που της επιφυλάσσουν μια σίγουρη ενθουσιώδη επιτυχία..» Βλέπουμε λοιπόν πως ο παραλληλισμός Κορίνθου και Μεσολογγίου στην όπερα του Ροσσίνι, θεωρείται σαφής και δεδομένη από το κοινό και τους κριτικούς που παρακολούθησαν την παράσταση. Η εφημερίδα Moniteur Universel έγραψε ότι «στην Κόρινθο είδαμε το Μεσολόγγι. Με την Πολιορκία της Κορίνθου, ο Ροσσίνι και οι Έλληνες πολιόρκησαν και κατέλαβαν το Παρίσι.[3]
Στο σημείο αυτό, έχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι η υπόθεση του έργου δεν έχει σχέση με το ομώνυμο ποίημα του Λόρδου Βύρωνος. Στο The Siege of Corinth, ο Λόρδος Βύρων αναφέρεται στην πολιορκία της Ακροκορίνθου από τους Οθωμανούς το 1715 και την σφαγή της Βενετικής φρουράς. Στο ποίημα που εκδόθηκε το 1816, ο ποιητής βλέπει το ιστορικό γεγονός με τα μάτια του Αλπ, ενός Βενετού που αλλαξοπίστησε και έγινε μισθοφόρος των Οθωμανών και της Φραντσέσκα Μινόττι, κόρης του Διοικητή της φρουράς, που αρνήθηκε να δώσει την κόρη του στον Αλπ. Αυτή ήταν και η αιτία της μεταστροφής του και της προδοσίας των δικών του, από δίψα εκδίκησης.
Ο Ροσσίνι θαύμαζε, δίχως άλλο, τον μεγάλο φιλέλληνα ποιητή. Η μοίρα το έφερε να βρίσκεται στο Λονδίνο σε περιοδεία με την γυναίκα του, την περίφημη Ισπανίδα λυρική τραγουδίστρια Ισαβέλλα Κολμπράν (1785-1845), την ημέρα που ο Λόρδος Βύρων πέθανε στο Μεσολόγγι, 19 Απριλίου 1824. Στις 11 Ιουνίου ο Ροσσίνι θα δώσει στο Λονδίνο συναυλία και θα παρουσιάσει ένα Ottavino (σύντομο έργο για οκτώ φωνές) αφιερωμένο στον θάνατο του Λόρδου Βύρωνος που μόλις είχε συνθέσει. Στο έργο, με τίτλο «Ο Θρήνος των Μουσών για τον θάνατο του Λόρδου Βύρωνος» (Il pianto delle Muse in morte di Lord Byron), θα τραγουδήσει ο ίδιος ο Ροσσίνι τον πρώτο ρόλο![4]
Ας δούμε όμως την υπόθεση της Όπερας του Ροσσίνι. Βρισκόμαστε στα 1458. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, ο Μωάμεθ Β’ πολιορκεί και τον Μοριά.[5] Ο Κλεομένης, κυβερνήτης της Κορίνθου συνιστά την παράδοση της πόλης στον Πορθητή. Ο νεαρός, όμως, αξιωματικός Νεοκλής τάσσεται υπέρ νέας επίθεσης! Θαυμάζοντας το θάρρος του, ο Κλεομένης του προσφέρει το χέρι της θυγατέρας του Παμύρας. Στην επίθεση, οι Έλληνες απωθούνται και ο Κλεομένης αιχμαλωτίζεται. Η Παμύρα παρεμβαίνει και έτσι ο Μωάμεθ Β’ αναγνωρίζει στο πρόσωπό της την γυναίκα που είχε ερωτευτεί όταν είχε έρθει στην Κόρινθο ως κατάσκοπος για λογαριασμό του πατέρα του. Προσφέρει τότε ειρήνη στους Έλληνες, εφόσον η Παμύρα τον παντρευτεί. Παρά τις εκκλήσεις του πατέρα της να φύγει μαζί του και να πάρει τον Νεοκλή, η ερωτευμένη Παμύρα μένει με τον Μωάμεθ.
Ενώ ετοιμάζονται οι γάμοι, ο Νεοκλής εισδύει στο τουρκικό στρατόπεδο και ζητά πίσω την Παμύρα, η οποία για να τον σώσει λέει ότι είναι αδελφός της. Το σκάει με τον Νεοκλή και ο Μωάμεθ ορκίζεται να σφάξει και τον τελευταίο Έλληνα πριν δύσει ο ήλιος και να αρπάξει την Παμύρα.
Οι Έλληνες μαζεύονται στις κατακόμβες της Κορίνθου, έτοιμοι για την τελική μάχη. Ο Κλεομένης, ο Νεοκλής και η Παμύρα, μαζί με τους άλλους Έλληνες επικαλούνται τον Μαραθώνα και, βέβαια, τις Θερμοπύλες. Οι ιερείς ευλογούν τα λάβαρα στην πιο συγκινητική σκηνή του έργου, για την οποία ο Ροσίνι έγραψε νέα μουσική.[6] Οι Τούρκοι νικούν, αλλά όταν φθάνει στην Παμύρα, ο Μωάμεθ ανακαλύπτει ότι μαζί με τις άλλες Ελληνίδες έχει αυτοκτονήσει.
«Όλοι πέθαναν για να μας προστατεύσουν..» τραγουδά η χορωδία των γυναικών, «Ένας Θεός μας βλέπει από ψηλά. Για να γλιτώσουμε από τα δεσμά της σκλαβιάς, η Κόρινθος πεθαίνει στις φλόγες» λέει η Ισμήνη, ενώ ο Μωάμεθ ως νέος Νέρων τραγουδά: «Σκληρή τρέλα, τυφλό μίσος, νύχτα γεμάτη καταστροφή…».
Ενώ στον «Μωάμεθ Β!» η αυτοκτονία της Αννα και ένα σύντομο χορωδιακό κλείνει την αυλαία, στην «Πολιορκία της Κορίνθου» ο Ροσσίνι κλιμακώνει την αγωνία του θεατή βάζοντας έναν ολόκληρο λαό να πεθαίνει ενώ οι Τούρκοι επιχαίρουν: «Υπέροχη τρέλα, γλυκιά εικόνα, η Κόρινθος πεθαίνει μέσα στις φλόγες της, όλη αυτή η δυστυχία είναι δικό μας έργο», ενώ οι Έλληνες θρηνούν καθώς πεθαίνουν από το βάθος της σκηνής ενώ καταρρέει η Κόρινθος στις φλόγες: «Ω Πατρίδα».
Οι σκηνές αυτοκτονίας δεν ήταν κάτι το καινούργιο στις όπερες της εποχής, το να πεθαίνει όμως ένας ολόκληρος λαός επί σκηνής, και μάλιστα με τέτοιο ρεαλισμό, ήταν κάτι το πρωτοφανές. Ο συνδυασμός της μουσικής με την δραματική σκηνική δράση δημιούργησε στην «Πολιορκία» μια νέα αισθητική «φρίκης» στην όπερα και αποτελεί σαφώς τον πρόδρομο των μεγάλων ρομαντικών λυρικών έργων. Η εντύπωση που έκανε στο κοινό η «Πολιορκία» ήταν απόλυτα καθηλωτική. Για το φινάλε της Γ’ πράξης ο Λεόν Εσκουντιέ έγραψε:
«Όλη η αίθουσα που ήταν σαν απολιθωμένη κατά τη διάρκεια της τελικής σκηνής σηκώθηκε ξαφνικά σαν ένας άνθρωπος, και στις τελευταίες νότες, φώναζε από ενθουσιασμό με μια φωνή απέραντου θαυμασμού..».
Ο κριτικός της εφημερίδας La Quotidienne έγραψε:
«Τίποτα δεν έλλειπε από τον θρίαμβο του Ροσσίνι, όχι μόνο το κάθε κομμάτι χειροκροτήθηκε επανειλημμένα, αλλά και μετά την παράσταση όλοι ήθελαν και ζητούσαν τον συνθέτη. Για περισσότερο από μισή ώρα τον φώναζαν στην σκηνή, μέχρι που ανακοινώθηκε πως έφυγε από το Θέατρο. Ακολουθώντας το παράδειγμά του, ο κόσμος τον ακολούθησε στο σπίτι του όπου μαζεύτηκε κάτω από τα παράθυρά του στον δρόμο, ενώ μια μπάντα έπαιζε το φινάλε της Β’ πράξης της όπερας..».
To ότι Έλληνες ήταν παρόντες στις παραστάσεις, αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο. Έχουμε γι’ αυτό, την μαρτυρία του Αντόλφ Νουρί (που τραγουδούσε τον ρόλο του Νεοκλή), ο οποίος σε ένα γράμμα του με ημερομηνία 12 Οκτωβρίου 1826 γράφει:
«Οι Τούρκοι δημοσιογράφοι μας δημιούργησαν πολλά προβλήματα. Στο κοινό ήταν παρόντες πολλοί Έλληνες που ευτυχώς τα κτυπήματα των τυμπάνων, οι σκληροί ήχοι των πνευστών ακόμα και οι κανονιές, δεν τους εμπόδισαν να έρχονται στο Θέατρο τρεις φορές την εβδομάδα για να παρακολουθήσουν με θαυμασμό την μοίρα των δύστυχων Ελλήνων που σκοτώνονται από τις χρωματικές μου κλίμακες και από τις roulades μου..»[7].
Στις τελευταίες σελίδες του προγράμματος υπήρχε τυπωμένη μια «Ελληνική Ωδή» με τους ακόλουθους προτρεπτικούς στίχους: «Σηκωθείτε , οπλιστείτε, εκδικηθείτε περήφανοι Έλληνες..». Τέτοια ήταν η επιτυχία της «Πολιορκίας» ώστε ο Βασιλιάς Κάρολος ο 10ος τίμησε τον Ροσσίνι με το μετάλλιο της Λεγεώνας της Τιμής. Ο Ροσσίνι όμως αρνήθηκε το παράσημο γιατί όπως είπε στον Λα Ροσφουκώ δεν είναι πρέπον να δεχθεί τέτοια τιμή για ένα ξαναγραμμένο έργο, όταν μάλιστα άλλοι μεγάλοι Γάλοι συνθέτες όπως ο Ερόλντ δεν έχει τιμηθεί ακόμα.[8]
Ο Ροσσίνι από τα 37 μέχρι το θάνατό του στα 76, το 1868, για σαράντα χρόνια δεν θα ξαναγράψει Όπερα! Θα γράψει μόνο τραγούδια, μικρά ορχηστρικά έργα και δύο σπουδαία θρησκευτικά έργα: το Stabat Mater (1841) και την «Μικρή Επίσημη Λειτουργία» (1864).
Ήταν ο σημαντικότερος Ιταλός συνθέτης του πρώτου μισού του 19ου αιώνα και μεταμόρφωσε τόσο το ύφος, όσο και το περιεχόμενο της Όπερας, δημιουργώντας το περίφημο belcanto. Εισήγαγε πλήθος καινοτομιών, όπως το περίφημο κρεσέντο Ροσσίνι και τα μοναδικά ensemble του. Υπήρξε κυρίαρχος της Opera Buffa, της κωμικής Όπερας, αλλά και αναμορφωτής της βαρετής Opera Seria. Μέσα σε μόλις πέντε χρόνια (1824-1829) έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην Γαλλική Όπερα, αφού το έργο του επηρέασε συνθέτες όπως οι Adam, Meyerbeer και Offenbach, τον οποίο αποκαλούσε «ο μικρός Μότσαρτ των Ηλυσίων Πεδίων».
Υπήρξε διάσημος λάτρης της ομορφιάς της ζωής και μέγας καλοφαγάς. Ονόμαζε διάφορα πιάτα από τα έργα του «Μπουκιές Κλέφτρα Κίσσα», «Τάρτα Γουλιέλμος Τέλλος», ενώ το περίφημο Τουρνεντό Ροσσίνι με φουαγκρά είναι δημιουργία του.
Τα έργα του, ιδίως τα κωμικά, αποπνέουν αυτήν την ελευθερία και την χαρά της ζωής, κάτι που τα έκανε ιδιαίτερα δημοφιλή στην εποχή του. Το ενδιαφέρον για το έργο του ζωντάνεψε στα 1920 και περισσότερο στα 1950. Καθοριστικής σημασίας υπήρξαν οι μοναδικές ερμηνείες των ρόλων της Ροζίνα στον Κουρέα, της Ιταλίδας στο Αλγέρι, της Φιορίλλα στον Τούρκο στην Ιταλία και της Αρμίντα στην ομώνυμη Όπερα από την μεγάλη Μαρία Κάλλας.
Οι ερμηνείες της αναζωογόνησαν τα έργα του Ροσσίνι και ανταπέδωσαν την αγάπη του για την Ελλάδα.
Μπορείτε να ακούσετε την Πολιορκία της Κορίνθου εδώ.
[1] Ένα ακόμη έργο στην σειρά των Turcherie, των έργων με ρόλους Τούρκων που παρουσιάζονται είτε ως γελοίοι, είτε ως βίαιοι βάρβαροι (L’Italiana in Algeri, Il Turco in Italia), στα πλαίσια της επίκαιρης σύγκρουσης Ευρωπαϊκών και Οθωμανικών δυνάμεων.
[2] Ο Ν. Πετρόπουλος σκηνοθέτησε μια νέα παράσταση του έργου τον Ιούνιο του 2002 στην Αρχαία Κόρινθο.
[3] Αλέξης Σπανίδης, Ο Ροσσίνι και η Ελλάδα, https://www.academia.edu/34790593/Ο_ΡΟΣΣΙΝΙ_ΚΑΙ_Η_ΕΛΛΑΔΑ.doc
[4] The Musical Times and Singing Class Circular, Vol. 41, No. 683 (Jan. 1, 1900)
[5] Ο Μωάμεθ Β’ στρατοπεδεύει έξω από τα τείχη της Κορίνθου στις 15 Μαΐου 1458. Προφασίσθηκε την μη πληρωμή φόρου υποτέλειας από τον Δημήτριο και Θωμά Παλαιολόγο, τα αδέλφια του Κωνσταντίνου που ήλεγχαν ακόμη την Πελοπόννησο.
[6] Πάλι διαπιστώνουμε, όπως και στη περίπτωση του Μπερλιόζ (La Revolution Grècque), τον συνδυασμό αρχαίας Ελλάδας και Χριστιανισμού.
[7] Αλέξης Σπανίδης, Ο Ροσσίνι και η Ελλάδα, https://www.academia.edu/34790593/Ο_ΡΟΣΣΙΝΙ_ΚΑΙ_Η_ΕΛΛΑΔΑ.doc
[8] όπως παρ.
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ